Βίος και Πολιτεία
Τα βιβλία της Κατερίνας Χρυσανθοπούλου: Τα μωρά είναι άνθρωποι της νύχτας, Πρωτόγαλα, Το κινέζικο δωμάτιο, Πριμαβέρα, Η γυναίκα που έγραφε για τον άντρα.
Τα βιβλιοπωλεία της ζωής μου στην Αθήνα είναι δύο.
Το πρώτο, του Πελεκάνου, στην οδό Κυψέλης, όπου μελετούσα πολιτική επιστήμη καθημερινά τα απογεύματα, στο Γυμνάσιο-Λύκειο, αρχές της δεκαετίας του 80: αγόραζα ελάχιστα βιβλία με τα ελάχιστα χρήματά μου, αλλά τα περισσότερα είχα το ελεύθερο να τα διαβάζω επιτόπου, με αντάλλαγμα … ένα-δυο γερά ανέκδοτα τη μέρα!
Το δεύτερο είναι η Πολιτεία.
Δεν έχω να πω πολλά για την ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ Πολιτεία, για τους μοναδικούς της ανθρώπους (όχι, οι άλλοι βιβλιοπώλες ΔΕΝ είναι σαν αυτούς εδώ) και τα μοναδικά της βιβλία (όχι, τα «ίδια» βιβλία σε άλλα βιβλιοπωλεία ΔΕΝ είναι τα ίδια σαν αυτά εδώ), εκτός από το ότι δεν υπάρχει καλύτερο βιβλιοπωλείο απ’ αυτό.
Ή μάλλον έχω να πω κάτι ακόμα. Αν ακολουθούσα κάποιο θρησκευτικό δόγμα, θα ήθελα να μετέχω με ένα αίσθημα ευλάβειας, όπως αυτό που νιώθω όταν πλησιάζω έναν άνθρωπο της Πολιτείας για να ρωτήσω για ένα οποιοδήποτε βιβλίο (ο οποίος άνθρωπος, φυσικά, γνωρίζει απ έξω το βιβλίο αυτό και το θυμάται σα να το διάβαζε μόλις προ ολίγου, ακόμα κι αν έχει βγει σε ιδιωτική έκδοση το 1974…), όταν μου δίνει το βιβλίο και το κρατώ στο χέρι μου. Γι αυτούς είναι μια απλή πράξη, για μένα είναι πάντα η αρχή μιας αποκάλυψης.
Κατερίνα Χρυσανθοπούλου
(Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος)
Πριν απ’ όλα όμως, οι άνθρωποί του — σε κάνουν να πιστεύεις ξανά στη συλλογική φύση της ανάγνωσης. Τα χαμόγελά τους, οι αλλεπάλληλες προτάσεις και προτροπές τους, τα σχόλιά τους για τα δικά σου βιβλία· η ατέρμονη θέλησή τους — συνειδητή θέση και στάση — να επιμένουν στην ποίηση.
Τα βιβλία του Αναστάση Σιχλιμίρη: Πως το λένε αυτό το μέρος, Επτά μέρες βροχή.
Τα βιβλία του Νίκου Παναγιωτόπουλου: Το γονίδιο της αμφιβολίας, Τα παιδιά του Κάιν, Ο ιπποπότης και η νεραιγελάδα, Αγιογραφία, Ο Ζίγκι απ’ τον Μαρφάν, Η ενοχή των υλικών.
Η Πολιτεία των βιβλίων δεν διέθετε βιτρίνα. Μια πόρτα όλη κι όλη που σου επέτρεπε να δεις τα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπόγειο της Ασκληπιού. Όπως όλα τα σπουδαία, την Πολιτεία των βιβλίων έπρεπε να την ανακαλύψεις. Και ήμουν τυχερός που την ανακάλυψα νωρίς. Μιλάω για την εποχή προ Διαδικτύου, την εποχή που τα ένθετα για το βιβλίο ήταν περιττή πολυτέλεια και μοναδική αξιόπιστη πληροφόρηση ήταν ο λόγος των φίλων. Μιλάω για την εποχή που τα βιβλιοπωλεία έπαιζαν έναν τελείως διαφορετικό ρόλο, έναν ρόλο βαθιά παιδευτικό… Ας μου συγχωρεθεί η υπερβολή, αλλά εγώ εκεί έμαθα γραφή και ανάγνωση. Η κάθοδος στην υπόγεια Πολιτεία των βιβλίων ήταν διαδικασία μύησης και η σκάλα της, για μένα, η απόλυτη έκφραση του Stairway to Heaven, κι ας έπρεπε να την κατέβεις για να βρεθείς στον παράδεισο. Σ’ αυτόν τον παράδεισο κυκλοφορούσαν πλάσματα που ζήλευα, σαν τον Στέφανο, τη Ραχήλ, τον Γιώργο – που τότε δεν ήξερα τα ονόματά τους… Ακόμα τους ζηλεύω! Δεν φτάνει που γνωρίζουν βιβλία και συγγραφείς (κι όταν λέω «γνωρίζουν» εννοώ επί της ουσίας), έχουν το σπάνιο προνόμιο να γνωρίζουν και το άλλο σκέλος της εξίσωσης: τους αναγνώστες. Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που κατέβηκα τα σκαλιά, ως ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους αναγνώστες, για να αντικρίσω εκεί, στους φιλόξενους πάγκους, ένα δικό μου βιβλίο. Εκείνη τη μέρα κατέβηκα τη σκάλα αναγνώστης και την ανέβηκα συγγραφέας. Είτε με τη μια είτε με την άλλη ιδιότητα, κάθε φορά που κατεβαίνω τα σκαλιά αναλογίζομαι πως δεν θα ήμουν αυτός που είμαι αν δεν είχα υπάρξει πολίτης αυτής της ξεχωριστής Πολιτείας…
(Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος)
Τί είναι όμως αυτό που κάνει την «Πολιτεία» ένα ξεχωριστό βιβλιοπωλείο, σημείο αναφοράς για συστηματικούς, απαιτητικούς αλλά και αμύητους αναγνώστες; Είναι, πιστεύω, ο συνδυασμός τεσσάρων παραγόντων: ποιοτικές επιλογές, πληρότητα σε τίτλους, καλή ταξινόμηση και, βέβαια, το πολύτιμο κεφάλαιο των ανθρώπων της «Πολιτείας».
Η «Πολιτεία» από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα υποστήριξε με συνέπεια τα ποιοτικά βιβλία και κάθε αξιόλογη προσπάθεια στον εκδοτικό χώρο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η προσήλωση της «Πολιτείας» στα ποιοτικά βιβλία δεν υποχώρησε όταν το παλαιό υπόγειο επεκτάθηκε στα σημερινά τέσσερα εξειδικευμένα τμήματα. Αντιθέτως, η άνεση του χώρου συνδυάστηκε με μεγαλύτερη πληρότητα σε τίτλους (αξιοζήλευτη ακόμα και για τα δεδομένα μεγάλων ευρωπαϊκών βιβλιοπωλείων) και με νέες ταξινομικές κατηγορίες, κυρίως στον χώρο της ιστορίας, της φιλοσοφίας και των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, που είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες ακόμα και σε επιστήμονες.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η δυνατότητα που έχει ο αναγνώστης να έρθει σε επαφή με μεγάλο μέρος των βιβλίων που κυκλοφορούν, και μάλιστα με ορθή και εύχρηστη ταξινόμηση, είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, που γίνεται σημαντικότερο αν συνυπολογίσουμε τη μεγάλη υστέρηση της χώρας μας σε δημόσιες βιβλιοθήκες. Είναι πολύτιμες οι υπηρεσίες που προσφέρουν τα καλά βιβλιοπωλεία —και ευτυχώς έχουμε μερικά— στη διαμόρφωση της παιδείας των αναγνωστών.
Ένα ακόμη σημαντικό βήμα στην εξέλιξη της «Πολιτείας» σημειώθηκε όταν το βιβλιοπωλείο επεκτάθηκε σε ξενόγλωσσους (κυρίως αγγλόγλωσσους) τίτλους, με αξιοζήλευτη επίσης πληρότητα ακόμη και σε σύγκριση με αντίστοιχα βιβλιοπωλεία άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Το σημαντικότερο κεφάλαιο της «Πολιτείας» ωστόσο είναι οι άνθρωποί της. Στο πρόσωπο της Νίκης Αναστασέα (παλαιότερα), της Μέμας (Μεμούλας για τους συναδέλφους της), του Γιώργου, του Στέφανου, της Ραχήλ, του Μιχάλη, του Νίκου Φρατζέτη (για να αναφέρω μόνο τους ανθρώπους της λογοτεχνίας) συναντά κανείς συστηματικούς και καλούς αναγνώστες, με γνώσεις, κριτήριο, μεράκι και πάθος. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί βιβλιόφιλοι εμπιστευόμαστε την κρίση των πωλητών της «Πολιτείας» όταν επιλέγουμε βιβλία.
Συχνά οφείλουμε κάτι παραπάνω στους ανθρώπους της «Πολιτείας». Στον Γιώργο Θωμόπουλο, για παράδειγμα, οφείλω προσωπικά τη γνωριμία μου με συγγραφείς που δεν γνώριζα. Αλλά και οι συζητήσεις για νέα βιβλία, για την αξιοπιστία ή μη μεταφράσεων, η επίδειξη «μαργαριταριών» σε κατά τα άλλα «φροντισμένες εκδόσεις», ο ενθουσιασμός για ξεχωριστά βιβλία, όλα αυτά μαζί συνθέτουν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της «Πολιτείας». Στις συζητήσεις αυτές ενίοτε παίρνουν μέρος και άλλοι αναγνώστες, συχνά και φίλοι που συναντά κανείς στον χώρο του βιβλιοπωλείου — είναι από τις ωραιότερες στιγμές, όταν ένα αίσθημα συνενοχής, το αίσθημα του συνανήκειν στην κοινότητα των βιβλιόφιλων σου χαρίζει ισχυρές συγκινήσεις, που μπορεί να τις ανταγωνιστεί μόνο η αιφνίδια ανακάλυψη στα ράφια ή τους πάγκους ενός ανέλπιστου «θησαυρού», ενός τίτλου, για παράδειγμα, από την ξένη πεζογραφική σειρά των εκδόσεων «Μέδουσα». Υπήρξαν επίσης στιγμές στην «Πολιτεία» που ένιωσα σαν να γίνομαι ωτακουστής του παλαιοβιβλιοπώλη Μέντελ, όταν ανταποκρινόμενοι σε αίτημα πελάτη η Ραχήλ, ο Στέφανος, ο Γιώργος καταφέρνουν –παρά την άγνοια του τίτλου και την ασαφή περιγραφή του περιεχομένου του– να εντοπίσουν τελικά το αναζητούμενο βιβλίο!
Η σχέση μου με την «Πολιτεία» δεν άλλαξε καθόλου όταν εδώ και λίγα χρόνια δημιούργησα τις Εκδόσεις «Κίχλη»· παραμένει πρωτίστως σχέση αναγνώστριας προς αναγνώστες. Θυμάμαι πάντως την αμηχανία αλλά και τη συγκίνηση που ένιωσα όταν είδα στον πάγκο της «Πολιτείας» το πρώτο βιβλίο της «Κίχλης», καθώς επίσης και τη χαρά που δοκίμασα όταν, ένα απόγευμα με λίγους πελάτες και χαλαρή διάθεση, οι φίλοι της «Πολιτείας» με υποδέχθηκαν ανταλλάσσοντας μεταξύ τους επιμύθια από το «Οριζόντιο ύψος» του Αργύρη Χιόνη. Ακόμα, θυμάμαι ζωηρά μια σκηνή, όταν ο Μιχάλης με πήρε παράμερα και δείχνοντάς μου παραδείγματα από ένα κακά μεταφρασμένο βιβλίο μου είπε: «Να τι πρέπει να αποφύγεις πάση θυσία τώρα που έγινες εκδότρια!».
Τελειώνοντας, ήθελα να ευχηθώ στην «Πολιτεία» να μακροημερεύσει και να βελτιώνεται συνεχώς, εξακολουθώντας να προσφέρει αναγνωστική απόλαυση και ευφορία στους αναγνώστες! Επίσης, επειδή διαθέτει αξιόλογο αριθμό ξενόγλωσσων βιβλίων θα ευχόμουν να περιληφθεί στους διεθνείς ταξιδιωτικούς οδηγούς ως ένα καλά ενημερωμένο ξενόγλωσσο βιβλιοπωλείο και, κυρίως, ως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και αγαπητά στέκια, σημεία αναφοράς της πόλης μας. Ο ξένος επισκέπτης που θα κατέβει έστω και για λίγο στο υπόγειο της λογοτεχνίας κάτι από την ξεχωριστή ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου θα νιώσει. Οι περισσότερο ευαίσθητοι ίσως και να αισθανθούν τον υπόγειο παλμό της πόλης μας, αυτού του άρρυθμου χάους, να ηχεί μέσα στο έρρυθμο σύμπαν του λαβύρινθου της «Πολιτείας».
Η Πολιτεία, για μένα, απαρτίζεται βασικά από 3 τμήματα (πριν ανοίξει και το τέταρτο «παράρτημα»): πρωτίστως, το τμήμα με τα ξενόγλωσσα βιβλία των κοινωνικών επιστημών, όπου υπάρχει μία εξαιρετική επιλογή σε αγγλοσαξονικούς τίτλους (οι οποίοι διαρκώς ανανεώνονται), που θα τη ζήλευαν αρκετά βιβλιοπωλεία της Εσπερίας. Ύστερα, ο ημιόροφος, με τα κινηματογραφικά, αλλά και τα βιβλία γύρω από την αρχιτεκτονική (ελληνικά και, κυρίως, ξένα). Κάπου ανάμεσα μπορεί κανείς να αναζητήσει και πολλούς ταξιδιωτικούς τίτλους ή βιβλία για το σκάκι και τα κόμιξ, αλλά δυστυχώς όχι για το su doku. Τέλος, η λογοτεχνία, ο πάγκος με τα περιοδικά, κυρίως όμως η γωνία και ο πάγκος με τα αστυνομικά (τα ξένα μεταφέρθηκαν πλέον στο νέο κατάστημα, μαζί με την ποίηση), τα ράφια με τον Μαρή, τη Χάισμιθ και τον Σιμενόν, αλλά και τα ράφια στην πίσω πλευρά του πάγκου: η Πολιτεία είναι, αν δεν κάνω λάθος, το πρώτο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα που έδωσε χώρο άπλετο σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος, στα πρότυπα των ξένων βιβλιοπωλείων.
Η Πολιτεία μού θυμίζει (κι αυτός είναι ένας επί πλέον λόγος να την επισκέπτομαι) το Αμβούργο τη δεκαετία του 80, όταν κι εκεί είχε ανοίξει δίπλα στο Πανεπιστήμιο ένα αντίστοιχο βιβλιοπωλείο με νέα παιδιά που ήξεραν και αγαπούσαν το βιβλίο, η Heinrich Heine Buchhandlung, που γρήγορα κι αυτή επεκτάθηκε στο τετράγωνο που στέγασε το πρώτο κάταστημα, όπως συνέβη και με την Πολιτεία. Βέβαια, όπως και η συνώνυμη πλατωνική ουτοπία, η Πολιτεία δεν (μπορεί να) είναι «τέλεια»: τις Δευτέρες και τις μέρες του Τσαμπιονς Λήγκ και της Ευρωλίγκας ανάβουν οι συζητήσεις γύρω από τον «θρύλο», πώς θα κερδίσει και γιατί στο τέλος έχασε. Εκείνες τις μέρες υπάρχει μία ερυθρόλευκη κυριαρχία (μάλλον αντανακλά τις προτιμήσεις του κλάδου), οπότε καλό είναι να αποφεύγει κανείς τις σχετικές συζητήσεις, ακόμα κι όταν χάνει ο «γαύρος» (αυτό τουλάχιστον επιβάλλει το fair play).
Θέλω να ευχηθώ δύο πράγματα στην Πολιτεία και τους συνεργάτες της: πρώτον, να μακροημερεύσει και δεύτερον, ίσως το βασικότερο, να μπεί σύντομα στους ξένους ταξιδιωτικούς οδηγούς, ως σημείο αναφοράς της πόλης για τον ξένο επισκέπτη, περιηγητή, και κυρίως αναγνώστη.
Πρόκειται να συναντηθώ με τον Άντον Τσέχωφ. Εμφανίζεται στην ώρα του, με απόλυτη ακρίβεια. περπατώντας αργά και κάπως κουρασμένα. Χαιρετιόμαστε, δεν μιλά Ελληνικά ή Αγγλικά, αλλά εγώ ψελλίζω τα λίγα Ρώσικα που έμαθα και δεν έχω ξεχάσει. Κάνουμε αργά τα λίγα βήματα προς το 1-3 της Ασκληπιού. Βιβλιοπωλείο Πολιτεία. Τον βοηθώ να κατέβει την απότομη σκάλα προς το τμήμα λογοτεχνίας (είναι άρρωστος, ασθενικός – αλλά κεφάτος). Όταν το μέγεθος του χώρου, η υπέροχη πλημμύρα των βιβλίων, αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια του, στέκεται μαγεμένος. Δεν είχε δει ποτέ όσο ζούσε τέτοιο βιβλιοπωλείο…
Αφού συνέρχεται από την έκπληξη (... τοποθετώ ένα δάκρυ χαράς στα μάτια του, λόγω του εκδημοκρατισμού της αφήγησης, στην εποχή του βιβλία ήταν για λίγους και τώρα…) φαντάζομαι να ξεκινώ την ξενάγηση από το ράφι που βρίσκονται τα έργα του. Κάθεται, λαχανιασμένος από την λαχτάρα, σε ένα σκαμπό και περιεργάζεται τις πολλές, ωραίες, ελληνικές εκδόσεις που έχουν στο εξώφυλλο το όνομά του. Τα βιβλία του βρίσκονται σε δύο σημεία, εκτός από το τμήμα της Λογοτεχνίας υπάρχει και στο Θέατρο, αλλά αυτό θα του το πω με τρόπο – διάβασα κάπου ότι δεν ήθελε να τον θυμούνται ως θεατρικό συγγραφέα…
Μετά από λίγη ώρα, σταματά να περιεργάζεται τα βιβλία του (τον εντυπωσιάζουν οι γραφίστικες απεικονίσεις του προσώπου του, σε κάποια εξώφυλλα) και εξερευνούμε μαζί τον χώρο. Του δείχνω τους άλλους Ρώσους μεγάλους, κάποιους τους γνώρισε, πολλούς όχι. Του δείχνω και Έλληνες, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Χάκκα… Και μετά, μου έρχεται μία ιδέα… Θα του μαζέψω να του δείξω ένα βιβλίο από όλους τους μεγάλους σύγχρονους και Έλληνες συγγραφείς που τον αναφέρουν ως βαθειά και σημαντική επιρροή… Πόσο θα εκπλαγεί. Έχει άραγε ιδέα πόσο πολλά έκανε, και ας έζησε μόνο 40 κάτι χρόνια; Φαντάζεται πόσο και πόσους επηρέασε;
…Φαντάζομαι τρελά πράγματα στην Πολιτεία. Αναμενόμενο. Λίγοι χώροι έχουν τροφοδοτήσει με τόσο ισχυρή και εμπνευστική ενέργεια την σκέψη και την φαντασία μου. Γι αυτό, σαν το σκυλί του Παβλόφ, κάθε που την επισκέπτομαι, η φαντασία μου δημιουργεί τρέλες…
(Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος)
Οι ποιητικές συλλογές και τα βιβλία του Λευτέρη Ξανθόπουλου: Γάτες αλλού και άλλες ιστορίες, Η έβδομη βροχή, Γιατί οι γυναίκες δεν αγαπούν τη βροχή, Άγγελος των πρώτων ημερών, Σήκωσε το κεφάλι σου πατέρα.
Νύχτα, χειμώνας, η αλεπού κάθεται στα πίσω της πόδια σε μια βουνοκορφή μαζί με τ' αλεπουδάκια της. Στην απέναντι πλαγιά καίει μια φωτιά. Περνάει η ώρα και το αλεπουδάκι ρωτάει τη μάνα του, "Μάνα καλέ μάνα, τι κάνουμε εδώ πάνω στις ερημιές;" Εκείνη, γυρνάει και λέει, "Ζεσταινόμαστε παιδάκι μου". Περνάει ακόμα λίγη ώρα κι εκεί που καθόταν ήσυχο το αλεπουδάκι, τινάζεται πάνω κι αρχινάει να τρέχει πίσω από την ουρά του και να φωνάζει "όϊ όϊ μάναμ', όϊ όϊ μάναμ'". "Τί έπαθες καλό μου παιδί;" ρωτάει ανήσυχη η αλεπού. Οχού μάνα, πού να σου λέω, πετάχτηκε μια σπίθα από την απέναντι φωτιά και μου 'καψε τον κώλο". Τότε ήταν που κούνησε το κεφάλι της η αλεπού και είπε, "Εκατό η αλεπού, εκατόν δέκα τ' αλεπουδάκια".
Βγαίνοντας από την Πολιτεία, με τα καινούργια βιβλία υπό μάλης, δυνατές προμήθειες για τις άνυδρες εποχές και ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια για την Ασκληπιού, πώς και θυμήθηκα τον πατέρα να μας λέει δίπλα στη φωτιά αυτήν ακριβώς την ιστορία που μόλις τώρα ακούσατε.
Από τον Γιωργάκη και την Ραχήλ ίσαμε τον Νίκο και τον Στέφανο, η Πολιτεία είναι γεμάτη αλεπουδάκια.
Λευτέρης Ξανθόπουλος
(Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος)
Τα βιβλία του Σπύρου Γιανναρά: Ζωή χαρισάμενη, Ο λοξίας και άλλες δύο ιστορίες, Το παρόν του παρελθόντος και το παρόν του μέλλοντος (τέσσερα κείμενα για τον Γιάννη Κιουρτσάκη). Έχει μεταφράσει ποιήματα στην Ανθολογία Σύγχρονης Γαλλικής ποίησης των εκδόσεων Άγρα.
Η Πολιτεία έγινε με τα χρόνια κάτι πολύ περισσότερο από ένα βιβλιοπωλείο: έγινε ένα στέκι. Μια πολιτεία βιβλίων και βιβλιόφιλων στην καρδιά της πολιτείας. Ένα σημείο αναφοράς στο κέντρο της Αθήνας, ο οιονεί τόπος συνάντησης όλης της πολιτείας που δίνει ραντεβού είτε μέσα σε μια από τις τέσσερις εισόδους, είτε έξω στο πεζοδρόμιο.
Εκεί δεν πας μόνο για να αγοράσεις βιβλία, για να ενημερωθείς για τις τελευταίες κυκλοφορίες όλων των εκδοτικών οίκων, για να αναζητήσεις βιβλιογραφία ή και παλαιότερες εκδόσεις όπως π.χ. της έξοχης ξένης λογοτεχνικής σειράς των εκδόσεων Μέδουσα. Πας και για να συναντήσεις φίλους που όπως κι εσύ, κατεβαίνοντας ή ανεβαίνοντας στο κέντρο, θα κάνουν οπωσδήποτε κι ένα πέρασμα από εκεί, πριν συνεχίσουν τις δουλειές τους.
Η πανθομολογούμενη επιτυχία της οφείλεται, νομίζω, στο κορυφαίο επαγγελματικό ήθος των πωλητών της (πήγα να γράψω πολιτών της Πολιτείας). Δεν πρόκειται, όπως στη συντριπτική πλειοψηφία των βιβλιοπωλείων για μια ευκαιριακή απασχόληση ενόψει εύρεσης «καλύτερης» δουλειάς. Δεν πρόκειται επουδενί για ανθρώπους άσχετους με το αντικείμενο που βρέθηκαν πίσω από το ταμείο του βιβλιοπωλείου ύστερα από κάποιο ταχύρυθμο σεμινάριο.
Αλλά για ανθρώπους που αγαπούν το βιβλίο και μοιράζονται με τον φανατικό αναγνώστη τον ενθουσιασμό τους για το τάδε μυθιστόρημα ή τη δείνα μελέτη. Για βιβλιοπώλες με την πιο πλήρη σημασία της λέξης. Για ανθρώπους που ξέρουν να κατευθύνουν τον αμύητο τον διστακτικό αναγνώστη που χάνεται μέσα στον κυκεώνα των βιβλίων, για επαγγελματίες που καταφέρνουν να σου βρουν ένα βιβλίο μόνο από μια ασαφή περιγραφή του περιεχομένου και το χρώμα του εξωφύλλου.
Η Πολιτεία και οι πωλητές της είναι ένα πολυτιμότατο κεφάλαιο για εκδότες και συγγραφείς που βασίζουν εν πολλοίς στην βιβλιοφιλία και στον επαγγελματισμό τους την προώθηση των βιβλίων τους. Είναι το βιβλιοπωλείο μας υπενθυμίζει διαρκώς πόσο σημαντικός κρίκος – ίσως ο σημαντικότερος – στην αλυσίδα του βιβλίου είναι ο βιβλιοπώλης, ο άνθρωπος που ερχόμενος σε άμεση επαφή με τον αναγνώστη ξέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη και ενδεχομένως ακόμα και τη φιλία του. Στην Πολιτεία πηγαίνω να συναντήσω τους φίλους, είτε πρόκειται για τα βιβλία, είτε για τους βιβλιοπώλες της, είτε για την αγαπητή εκείνη κάστα των ανθρώπων με τους οποίους με ενώνει η αγάπη για το βιβλίο.
Σπύρος Γιανναράς
(Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος)
Τα βιβλία του Γιώργου Βέη: Βλέπω, Μανχάταν - Μπανγκοκ, Μετάξι στον κήπο, Από το Τόκιο στο Χαρτούμ, Ν,όπως Νοσταλγία, Έρωτες τοπίων, Λεπτομέρειες κόσμων, Με τις Μογγόλες, Υστερόγραφα γης, Στην απαγορευμένη πόλη, Πιο μακριά δεν γίνεται, Ασία Ασία, Χρυσαλλίδα στον πάγο, Παράφραση της νύχτας, Γεωγραφία κινδύνων, Ο δράκος του μεσημεριού.
Κατεβαίνοντας στο υπόγειο της «Πολιτείας», ανεβαίνω. Είναι η κυριολεξία παροδικών έστω, αλλά τόσο συναρπαστικών εμπειριών άμεσης γνώσης. Η γοητεία της προσέγγισης, το ξεφύλλισμα, το άγγιγμα με όλα τα δάχτυλα μιας έντυπης πραγματικότητας εκπλήξεων. Ακουμπάμε το ίδιο το πνεύμα στα ράφια, στους δελεαστικούς πάγκους των βιβλίων. Η ηδονή της θέασης έστω ενός μέρους του άλλου κόσμου, η άμβλυνση των διαφορών, η εξημέρωση των αγριοτήτων. Βγαίνω, αλλά επιστρέφω. Ξανακατεβαίνω στις ποιότητες και στις ποσότητες του δημιουργικού λόγου. Αργότερα με απορροφά το ισόγειο. Η αίσθηση μιας επικείμενης ολοκλήρωσης του εγώ, στήριγμα μέσα στα τόσα δύσκολα της καθημερινότητας. Όταν είμαι στην Ελλάδα, εννοώ την «Πολιτεία» κομμάτι, προέκταση της σκέψης μου. Ανανεώνω νοερώς τη συμμετοχή μου στα δρώμενά της, μέλος ενός μεγάλου, αόρατου αλλά υπαρκτού πληρώματος. Είναι οι τυχεροί που την περιδιαβάζουν.
Γιώργος Βέης
(Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος)
Οι ποιητικές συλλογές του Θεοδόση Βολκώφ: Τα τραγούδια της ψυχής και της κόρης, Missa Brevis, Γιουβενάλης.
Του Γιώργου, της Ραχήλ και του Μιχάλη. / Ιδού. Και αφιέρωση και στίχος. / Αναθαρρώ και σκέφτομαι πως δίχως / (Θωμόπουλε, σκοτούρες μού ’χεις βάλει!)
πολλά-πολλά θα γράψω για το Υπόγειο / της Πολιτείας το προσφιλές τα μάλα. / Δεν φτάνει που με ρίμες παίζω μπάλα, / δεν έχω και –αρκούντως– ύφος λόγιο.
Ας είναι. Στιχηρός σάς χαιρετίζω! / Μας έσμιξαν τα τόσα σας βιβλία. / Τι να πρωτοδιαλέξω δεν γνωρίζω…
Ποια χάρτινη χανούμ μελανωμένη; / Φυλλομετρώ… Με τρέμουσα καρδία / προσθέτω ακόμη μία στο χαρέμι.
Θεοδόσης Βολκώφ
(Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος)
Η Δανάη Παπουτσή έχει γράψει το μυθιστόρημα Σε αργή κίνηση (Οκτώβριος 2011).
Ένα καταφύγιο στο κέντρο της πόλης. Θέλεις να ψάξεις, να αράξεις, να γνωρίσεις, να ξεχαστείς, να ανακατέψεις, να μυρίσεις, να ταξιδέψεις. Ταξιδεύεις. Μια μαγική πολιτεία, η αρτιότερη κατά την άποψή μου κουζίνα του βιβλίου, με μυρωδιές από τον κόσμο όλο, με ήρωες φανερούς μα και κρυμμένους, που σε ξελογιάζουν με το που θα πατήσεις τα σκαλιά. Θα τους ανακαλύψεις. Κι αν κάπου στη διαδρομή χαθείς, οι πωλητές θα σε κρατήσουν απ’ το χέρι. Ξέρουν καλά το δρόμο. Και μετά απ’ τη βουτιά στον κόσμο αυτό, μετα την καταβύθιση, η ανάσα σου είναι πιο ελεύθερη. Πάντα όταν βγαίνω έξω, κοιτάζω πίσω μου. Θα ήθελα να μείνω λίγο ακόμα, σκέφτομαι. Και ανυπομονώ μέχρι να έρθει η επόμενη φορά. Αν περάσεις απ’ έξω και δε μπεις, έχεις χάσει ένα ακόμα πολύ ιδιαίτερο ταξίδι σε μια πολύ ιδιαίτερη πολιτεία.. Κι ας έχεις ξανακατέβει τα σκαλιά, κι ας είναι πολλές οι φορές…
Σημείωση: Στο σπίτι μου, δεξιά κι αριστερά υπάρχουν μικρές και μεγάλες σακούλες της Πολιτείας. Πρέπει να πηγαίνεις συχνά, μου λέει μια φίλη προχτές που ήρθε σπίτι, πρέπει να με δεις την ώρα που πηγαίνω...της απάντησα.
Δανάη Παπουτσή
Μια σκιά το έσκασε από το σπήλαιο, βγήκε έξω κι έφτιαξε τη ζωή της. Οι υπόλοιπες την ακολούθησαν μέχρι που γέμισε ο τόπος σκιές. Τώρα την πιάνει νοσταλγία. Κατηφορίζει στη σύγχρονη Πολιτεία της Ασκληπιού και ξαποσταίνει μαζί με τους ανθρώπους. Τους καμαρώνει ν' ανταλλάζουν σκέψεις, αναγνώσματα, προτάσεις, να φυλλομετρούν, να συναντιούνται. «Αυτοί τουλάχιστον κάτι κατάφεραν», συλλογίζεται. Δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Συγκινείται.
με μεταλλικά σκαλιά σε δύο σημεία τουλάχιστον
ένα πωλητή με όνομα "Γιώργος" που μιλάει γρήγορα το ελάχιστο
μια "Ραχήλ" να σου λέει που να βάλεις το βιβλίο που κρατάς κι άλλαξες γνώμη και δεν θες να το πάρεις
και να βρίσκεις το βιβλίο που θες το περιοδικό που θες το ποίημα πεζό δοκίμιο πάπυρο που θες και να δίνεις εκεί ραντεβού και να διαβάζεις εκεί μικρά βιβλία και μετά να μη τ' αγοράζεις
στα σκαλιά να διαβάζεις στα μεταλλικά σκαλιά ή στο πάτωμα για να να είναι ένα βιβλιοπωλείο καλό πρέπει να μπορείς να καθίσεις στο πάτωμα χωρίς να σε ρωτήσει μια όμορφη μοσχοβολιστή "μπορώ να σας εξυπηρετήσω;" "όχι ρε δεν μπορείς, θέλω απλά να κάτσω εδώ και να σπαταλήσω άπειρο χρόνο ψάχνοντας; εντάξει;" και να σου απαντήσει "ντάξει"
Μαρία Αγγελοπούλου
(Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος)
(Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος)
Σελίδα 2 από 3