Ο Λογαριασμός μου

Δωρεάν αποστολή για αγορές άνω των 30€ | Δωρεάν αντικαταβολή | Έως 24 άτοκες δόσεις | Έως -85% χαμηλότερες τιμές σε πάνω από 300.000 τίτλους

Σελιδοδείκτης

Οι ήρωες της λατινοαμερικανικής ανεξαρτησίας είχαν την εξής κατάληξη ...

Galeano_3_EduardoΟι ήρωες της λατινοαμερικανικής ανεξαρτησίας είχαν την εξής κατάληξη:

Οι Μιγκέλ Ιδάλγο, Χοσέ Μαρία Μορέλος, Χοσέ Μιγκέλ Καρέρα και Φρανσίσκο ντε Μορασάν τουφεκίστηκαν.
Ο Αντόνιο Χοσέ ντε Σούκρε δολοφονήθηκε.
Ο Τιραντέντες απαγχονίστηκε και διαμελίστηκε.
Οι Χοσέ Αρτιγκας, Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν, Αντρές ντε Σάντα Κρους και Ραμόν Μπετάνσες εξορίστηκαν.
Οι Τουσέν Λ' Ουβερτούρ και Χουάν Χοσέ Καστέλι φυλακίστηκαν.
Ο Χοσέ Μαρτί έπεσε στο πεδίο της μάχης.
Ο Σιμόν Μπολίβαρ πέθανε λησμονημένος.
Στις 10 Αυγούστου 1809, ενώ στην πόλη Κίτο γιόρταζαν την απελευθέρωση, κάποιο ανώνυμο χέρι έγραψε στον τοίχο:
«Τελευταία μέρα τον δεσποτισμού
και πρώτη μέρα από τα ίδια».
Δυο χρόνια αργότερα στην Μπογκοτά, ο Αντόνιο Ναρίνιο διαπίστωνε:
«Αλλάξαμε απλώς αφεντικά».

EDUARDO GALEANO : ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ - ΜΙΑ ΣΧΕΔΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Μερικοί ξόδεψαν όλες τους τις οικονομίες σε μια και μόνο βραδιά. Άλλοι έβρισαν όσους δεν τολμούσαν να τους βρίσουν μέχρι τότε, και φίλησαν άτομα που τους ήταν απαγορευμένα, όμως κανείς δεν θέλησε να πεθάνει ανεξομολόγητος. Ο παπάς του χωριού έδωσε προτεραιότητα στις εγκυμονούσες και τις λεχώνες. Ο ιερέας, όλος αυταπάρνηση, πέρασε τρία μερόνυχτα καρφωμένος στο εξομολογητήριο, μέχρι που λιποθύμησε, έχοντας βαρυστομαχιάσει από τις τόσες αμαρτίες.
Τα μεσάνυχτα της τελευταίας μέρας του αιώνα, όλοι οι κάτοικοι του χωριού Σαν Χοσέ ντε Γκράσια ετοιμάστηκαν να πεθάνουν ευλαβικά. Ο Θεός, από τότε που δημιούργησε τον κόσμο, είχε μαζεμένη πολλή οργή, και κανείς δεν αμφέβαλλε ότι είχε έρθει η ώρα της τελικής έκρηξης. Ασάλευτοι, με τα μάτια κλειστά και τα σαγόνια σφιγμένα, οι άνθρωποι άκουσαν την καμπάνα να χτυπά απανωτά δώδεκα φορές, με τη σιγουριά πως δεν θα υπήρχε συνέχεια. Όμως υπήρξε συνέχεια. Ο 20ός αιώνας έκανε πριν από λίγο τα πρώτα του βήματα, και συνεχίζει την πορεία του σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Οι κάτοικοι του Σαν Χοσέ ντε Γκράσια εξακολουθούν να ζουν ή να επιβιώνουν στα ίδια σπίτια, στα ίδια βουνά του κεντρικού Μεξικού, προς απογοήτευση των θρησκόληπτων, που περίμεναν τον Παράδεισο, και προς ανακούφιση των αμαρτωλών, που βρίσκουν πως τελικά, σε σύγκριση με άλλους, δεν περνούν και τόσο άσχημα στο χωριουδάκι τους.

EDUARDO GALEANO : Ο ΑΙΩΝΑΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

 

Θα ‘ρθει μια μέρα

Anagnostakis Manolis 2Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να
πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.

Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο
τον έρωτα, μα δεν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή
που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και
στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς
να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε –θυμήσου– ατέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ένα βράδυ
–ξεχνώ πάνω σε τι– κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο
μα τόσο ενδιαφέρον.

Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι
εκεί θα ‘ρθεις και θα με ζητήσεις
Δε μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς μοναχός του.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971

 

Κώστας Ταχτσής: Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, ξέρω εγώ να σ’ τη συγυρίσω

Taxtsis KostasO Δημήτρης μου αγαπούσε ανέκαθεν τα σκυλιά. Κάθε φορά που είχε άδεια, ερχόταν λιγότερο για να δει εμάς και περισσότερο για να παίξει με τη Χιόνα. Της είχε μάθει διάφορα κόλπα: της πετούσε μια παντόφλα στην αυλή και πήγαινε τρεχάλα και του την έφερνε. Της έλεγε «Σούζα!» κι αυτός ο σατανάς σηκωνόταν στα πισινά του πόδια και δεν κατέβαινε επ’ ουδενί λόγω αν δεν της έλεγε «Κάτω». Τύφλα να ’χουν τα σκυλιά των τσίρκων. Μα η στρίγκλα η νοικοκυρά δε χώνευε σκυλιά. Άρχισε την γκρίνια: τη μια παραπονιόταν πως είχε τσιμπούρια, την άλλη πως είχε εχινόκοκκους. «Βασιλάκη!» φώναζε στο γιο της επιδεικτικά για ν’ ακούσω εγώ. «Έλα, παιδί μου, απάνω, μην πας κοντά σ’ αυτό το κοπρόσκυλο και κολλήσεις χιονοκόκκους!…» Γκρίνιαζε ότι πήγαινε το σκυλί και κατουρούσε στο περιβόλι και μαραινόντουσαν οι ήλιοι της. «Τι ήλιους και κουραφέξαλα κάθεσαι και μου συζητάς, κυρία Μαργαρίτη μου, της λέω μια μέρα. Σε κουβέντα δηλαδή να βρισκόμαστε; Φτάνει ήλιος μέσα σ’ αυτόν τον τάφο για ν’ αναπτυχθούνε ήλιοι;» Για να μη νομίζεις, κυρία μου, είπα μέσα μου, πως είσαι μόνον εσύ έξυπνη και κάνεις πνεύμα και λογοπαίγνια. Στο τέλος μ’ απείλησε πως αν δεν το ’διωχνα, θα του ’δινε φόλα. «Ας τολμήσει να του δώσει φόλα», μου λέει ο Δημήτρης όταν του το ’πα, «και θα δει πόσ’ απίδια έχει ο σάκος!» «Κράτα το νταηλίκι σου για τον εαυτό σου, παλικαρά μου!» του λέω. «Δεν έχω όρεξη για μπελάδες. Αρκετά έχεις κηλιδώσει το μητρώο σου . Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, ξέρω εγώ να σ’ τη συγυρίσω».
H κατάλληλη στιγμή δεν άργησε νά ’ρθει. Μια μέρα είχε βγει στη σκάλα της υπηρεσίας και μου ’ψελνε τον αναβαλλόμενο. «Δεν μπορούμε πια να ησυχάσουμε μ’ αυτό το βρωμόσκυλο!…» και τα λοιπά και τα λοιπά. Στην αρχή έκανα τον κουφό. Μα όταν είδα ότι ήθελε σώνει και καλά να της απαντήσω, βγαίνω στην αυλή, σηκώνω τη ρόμπα μου, και δε φορούσα ούτε βρακί από κάτω, και της αμολάω μια πορδή, πρρρ!!! Πού τη βρήκα, βρε Νίνα μου; Ούτε παραγγελιά να την είχα. Και της λέω: «Ιδού η απάντησίς μου, κυρία Μαργαρίτη μου, και εις την μητρικήν σας γλώσσα!» Και μπαίνω μέσα και της χτυπάω την πόρτα στα μούτρα…
«Το ’κανες αυτό, βρε κυρα-Εκάβη; Σήκωσες τη ρόμπα σου;»
 

 

   

Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ

Kavadias Nikos 1

«Φαίνεται πιὰ πὼς τίποτα -
τίποτα δὲν μᾶς σώζει...» ~ Καίσαρ Εμμανουήλ
 
Ξέρω ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς σώσει.
Κάτι ποὺ πάντα βρίσκεται σ᾿ αἰώνια ἐναλλαγή,
κάτι ποὺ σχίζει τὶς θολὲς γραμμὲς τῶν ὁριζόντων,
καὶ ταξιδεύει ἀδιάκοπα τὴν ἀτέλειωτη γῆ.
Κάτι ποὺ θά ῾κανε γοργὰ νὰ φύγει τὸ κοράκι,
ποὺ τοῦ γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τὰ χαρτιά·
νὰ φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τὰ φτερά του,
πρὸς κάποιαν ἀκατοίκητη κοιλάδα τοῦ Νοτιᾶ.
Κάτι ποὺ θά ῾κανε τὰ ὑγρά, παράδοξά σας μάτια,
ποὺ ἁβρὲς μαθήτριες τ᾿ ἀγαποῦν καὶ σιωπηροὶ ποιηταί,
χαρούμενα καὶ προσδοκία γεμάτα νὰ γελάσουν
μὲ κάποιον τρόπο πού, ὅπως λέν, δὲ γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, ποὺ μποροῦσε, βέβαια, νὰ σᾶς σώσει.
Ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς γνώρισα ποτέ... Σκεφτεῖτε... Ἐγώ.
Ἕνα καράβι... Νὰ σᾶς πάρει, Καῖσαρ... Νὰ μᾶς πάρει...
Ἕνα καράβι ποὺ πολὺ μακριὰ θὰ τ᾿ ὁδηγῶ.
Μία μέρα χειμωνιάτικη θὰ φεύγαμε.
- Τὰ ρυμουλκὰ περνώντας θὰ σφυρίζαν,
τὰ βρωμερὰ νερὰ ἡ βροχὴ θὰ ράντιζε,
κι οἱ γερανοὶ στοὺς ντόκους θὰ γυρίζαν.
Οἱ πολιτεῖες οἱ ξένες θὰ μᾶς δέχονταν,
οἱ πολιτεῖες οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένες
κι ἐγὼ σ᾿ αὐτὲς ἁβρὰ θὰ σᾶς ἐσύσταινα
σὰν σὲ παλιές, θερμές μου ἀγαπημένες.
Τὰ βράδια, βάρδια κάνοντας, θὰ λέγαμε
παράξενες στὴ γέφυρα ἱστορίες,
γιὰ τοὺς ἀστερισμοὺς ἢ γιὰ τὰ κύματα,
γιὰ τοὺς καιρούς, τὶς ἄπνοιες, τὶς πορεῖες.
Ὅταν πυκνὴ ἡ ὁμίχλη θὰ μᾶς σκέπαζε,
τοὺς φάρους θὲ ν᾿ ἀκούγαμε νὰ κλαῖνε
καὶ τὰ καράβια ἀθέατα θὰ τ᾿ ἀκούγαμε,
περνώντας νὰ σφυρίζουν καὶ νὰ πλένε.
Μακριά, πολὺ μακριὰ νὰ ταξιδεύουμε,
κι ὁ ἥλιος πάντα μόνους νὰ μᾶς βρίσκει·
ἐσεῖς τσιγάρα «Κάμελ» νὰ καπνίζετε,
κι ἐγὼ σὲ μία γωνιὰ νὰ πίνω οὐΐσκυ.
Καὶ μία γριὰ στὸ Ἀννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μία γριὰ σ᾿ ἕνα πολύβοο καφενεῖο -
μία αἱμάσσουσα καρδιὰ θὰ μοῦ στιγμάτιζε,
κι ἕνα γυμνό, στὸ στῆθος σας, κρανίο.
Καὶ μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια
στὰ μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει
γυμνὴ στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,
θὰ δεῖτε - ἴσως - τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει.
Καῖσαρ, ἀπὸ ἕνα θάνατο σὲ κάμαρα,
κι ἀπὸ ἕνα χωματένιο πεζὸ μνῆμα,
δὲ θά ῾ναι ποιητικότερο καὶ πι᾿ ὄμορφο,
ὁ διαφέγγος βυθὸς καὶ τ᾿ ἄγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ἀνεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνὸς κι ἀθάλη»,
ποὺ ἴσως διαβάζοντας τὰ νὰ μὲ οἰκτίρετε,
γελώντας καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι.
Ἡ μόνη μου παράκληση ὅμως θά ῾τανε,
τοὺς στίχους μου νὰ μὴν εἰρωνευθεῖτε.
Κι ὅπως ἐγὼ γιὰ ἕν᾿ ἀδερφὸ ἐδεήθηκα,
γιὰ ἕναν τρελὸν ἐσεῖς προσευχηθεῖτε.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ : ΜΑΡΑΜΠΟΥ

 

 

Η ευφυΐα θα ήταν η δυνατότητα να λες κάτι βαθύ με πολύ απλά λόγια

[...]ΡίχτηBukowski Charles 2bκα με τα μούτρα στην αναζήτηση του προσωπικού μου θεού: ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ. Όσο πιο συμπυκνωμένα και λακωνικά έγραφα τόσο λιγότερα περιθώρια για λάθος και για ψέμα υπήρχαν. Η ευφυΐα θα ήταν η δυνατότητα να λες κάτι βαθύ με πολύ απλά λόγια.
[...]Ήμουν πια 50 χρόνων, και ίσως, ένας επαγγελματίας συγγραφέας. Διάβασα τα ποιήματά μου σε διάφορα πανεπιστήμια, πάντοτε μεθυσμένος, και έσπασα μεγάλη πλάκα με το κοινό.
[...]Η γραφή όμως είναι ένα αλλόκοτο πράγμα: δεν καταλήγεις πουθενά, μπορεί να πλησιάσεις αλλά δεν φτάνεις ποτέ.
[...]Η τακτική μου ήταν να αποφεύγω τους λογοτέχνες όσο πιο πολύ γινόταν, κάνουν κακό ο ένας στον άλλον, κάνουν πάρτι, κουτσομπολεύουν, παραπονιούνται, όλοι μαζί. Σχεδόν όλοι οι λογοτέχνες που έχω γνωρίσει πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι και περιφρονημένοι όταν η αλήθεια είναι πως απλά η γραφή τους είναι χάλια. Οι περισσότεροι λογοτέχνες δεν είναι ευχάριστοι τύποι.
[...]Πιστεύω ότι το θαύμα της εποχής μας είναι το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που κάθονται και γράφουν τόσες πολλές λέξεις που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Δοκιμάστε το κάποια μέρα. Είναι σχεδόν αδύνατον να γράψετε κάτι που να μην σημαίνει απολύτως τίποτα, αλλά εκείνοι το καταφέρνουν, και το εξασκούν ασταμάτητα και επίμονα.
[...]Κάποιος με ρώτησε, «Μπουκόβσκι, εάν έκανες ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής τι θα έλεγες στους μαθητές;» Του απάντησα, «θα τους έστελνα όλους στον ιππόδρομο και θα τους ανάγκαζα να ποντάρουν πέντε δολάρια σε κάθε κούρσα». Ο μαλάκας αυτός πίστεψε ότι αστειευόμουν.

CHARLES BUKOWSKI: ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΩΡΑ (ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ 1944-1990)

   

Σελίδα 1 από 109

Podcast – Βίος και Πολιτεία

Βρείτε μας στο...

X
Verisign Eurobank EFG
Paypal IRIS