Σελιδοδείκτης
Οι ήρωες της λατινοαμερικανικής ανεξαρτησίας είχαν την εξής κατάληξη:
Ο Αντόνιο Χοσέ ντε Σούκρε δολοφονήθηκε.
Ο Τιραντέντες απαγχονίστηκε και διαμελίστηκε.
Οι Χοσέ Αρτιγκας, Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν, Αντρές ντε Σάντα Κρους και Ραμόν Μπετάνσες εξορίστηκαν.
Οι Τουσέν Λ' Ουβερτούρ και Χουάν Χοσέ Καστέλι φυλακίστηκαν.
Ο Χοσέ Μαρτί έπεσε στο πεδίο της μάχης.
Ο Σιμόν Μπολίβαρ πέθανε λησμονημένος.
Στις 10 Αυγούστου 1809, ενώ στην πόλη Κίτο γιόρταζαν την απελευθέρωση, κάποιο ανώνυμο χέρι έγραψε στον τοίχο:
«Τελευταία μέρα τον δεσποτισμού
και πρώτη μέρα από τα ίδια».
Δυο χρόνια αργότερα στην Μπογκοτά, ο Αντόνιο Ναρίνιο διαπίστωνε:
«Αλλάξαμε απλώς αφεντικά».
EDUARDO GALEANO : ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ - ΜΙΑ ΣΧΕΔΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μερικοί ξόδεψαν όλες τους τις οικονομίες σε μια και μόνο βραδιά. Άλλοι έβρισαν όσους δεν τολμούσαν να τους βρίσουν μέχρι τότε, και φίλησαν άτομα που τους ήταν απαγορευμένα, όμως κανείς δεν θέλησε να πεθάνει ανεξομολόγητος. Ο παπάς του χωριού έδωσε προτεραιότητα στις εγκυμονούσες και τις λεχώνες. Ο ιερέας, όλος αυταπάρνηση, πέρασε τρία μερόνυχτα καρφωμένος στο εξομολογητήριο, μέχρι που λιποθύμησε, έχοντας βαρυστομαχιάσει από τις τόσες αμαρτίες.
Τα μεσάνυχτα της τελευταίας μέρας του αιώνα, όλοι οι κάτοικοι του χωριού Σαν Χοσέ ντε Γκράσια ετοιμάστηκαν να πεθάνουν ευλαβικά. Ο Θεός, από τότε που δημιούργησε τον κόσμο, είχε μαζεμένη πολλή οργή, και κανείς δεν αμφέβαλλε ότι είχε έρθει η ώρα της τελικής έκρηξης. Ασάλευτοι, με τα μάτια κλειστά και τα σαγόνια σφιγμένα, οι άνθρωποι άκουσαν την καμπάνα να χτυπά απανωτά δώδεκα φορές, με τη σιγουριά πως δεν θα υπήρχε συνέχεια. Όμως υπήρξε συνέχεια. Ο 20ός αιώνας έκανε πριν από λίγο τα πρώτα του βήματα, και συνεχίζει την πορεία του σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Οι κάτοικοι του Σαν Χοσέ ντε Γκράσια εξακολουθούν να ζουν ή να επιβιώνουν στα ίδια σπίτια, στα ίδια βουνά του κεντρικού Μεξικού, προς απογοήτευση των θρησκόληπτων, που περίμεναν τον Παράδεισο, και προς ανακούφιση των αμαρτωλών, που βρίσκουν πως τελικά, σε σύγκριση με άλλους, δεν περνούν και τόσο άσχημα στο χωριουδάκι τους.
Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να
πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο
τον έρωτα, μα δεν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή
που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και
στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς
να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε –θυμήσου– ατέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ένα βράδυ
–ξεχνώ πάνω σε τι– κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο
μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι
εκεί θα ‘ρθεις και θα με ζητήσεις
Δε μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς μοναχός του.

H κατάλληλη στιγμή δεν άργησε νά ’ρθει. Μια μέρα είχε βγει στη σκάλα της υπηρεσίας και μου ’ψελνε τον αναβαλλόμενο. «Δεν μπορούμε πια να ησυχάσουμε μ’ αυτό το βρωμόσκυλο!…» και τα λοιπά και τα λοιπά. Στην αρχή έκανα τον κουφό. Μα όταν είδα ότι ήθελε σώνει και καλά να της απαντήσω, βγαίνω στην αυλή, σηκώνω τη ρόμπα μου, και δε φορούσα ούτε βρακί από κάτω, και της αμολάω μια πορδή, πρρρ!!! Πού τη βρήκα, βρε Νίνα μου; Ούτε παραγγελιά να την είχα. Και της λέω: «Ιδού η απάντησίς μου, κυρία Μαργαρίτη μου, και εις την μητρικήν σας γλώσσα!» Και μπαίνω μέσα και της χτυπάω την πόρτα στα μούτρα…
«Το ’κανες αυτό, βρε κυρα-Εκάβη; Σήκωσες τη ρόμπα σου;»
[...]Ρίχτηκα με τα μούτρα στην αναζήτηση του προσωπικού μου θεού: ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ. Όσο πιο συμπυκνωμένα και λακωνικά έγραφα τόσο λιγότερα περιθώρια για λάθος και για ψέμα υπήρχαν. Η ευφυΐα θα ήταν η δυνατότητα να λες κάτι βαθύ με πολύ απλά λόγια.
[...]Ήμουν πια 50 χρόνων, και ίσως, ένας επαγγελματίας συγγραφέας. Διάβασα τα ποιήματά μου σε διάφορα πανεπιστήμια, πάντοτε μεθυσμένος, και έσπασα μεγάλη πλάκα με το κοινό.
[...]Η γραφή όμως είναι ένα αλλόκοτο πράγμα: δεν καταλήγεις πουθενά, μπορεί να πλησιάσεις αλλά δεν φτάνεις ποτέ.
[...]Η τακτική μου ήταν να αποφεύγω τους λογοτέχνες όσο πιο πολύ γινόταν, κάνουν κακό ο ένας στον άλλον, κάνουν πάρτι, κουτσομπολεύουν, παραπονιούνται, όλοι μαζί. Σχεδόν όλοι οι λογοτέχνες που έχω γνωρίσει πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι και περιφρονημένοι όταν η αλήθεια είναι πως απλά η γραφή τους είναι χάλια. Οι περισσότεροι λογοτέχνες δεν είναι ευχάριστοι τύποι.
[...]Πιστεύω ότι το θαύμα της εποχής μας είναι το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που κάθονται και γράφουν τόσες πολλές λέξεις που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Δοκιμάστε το κάποια μέρα. Είναι σχεδόν αδύνατον να γράψετε κάτι που να μην σημαίνει απολύτως τίποτα, αλλά εκείνοι το καταφέρνουν, και το εξασκούν ασταμάτητα και επίμονα.
[...]Κάποιος με ρώτησε, «Μπουκόβσκι, εάν έκανες ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής τι θα έλεγες στους μαθητές;» Του απάντησα, «θα τους έστελνα όλους στον ιππόδρομο και θα τους ανάγκαζα να ποντάρουν πέντε δολάρια σε κάθε κούρσα». Ο μαλάκας αυτός πίστεψε ότι αστειευόμουν.
CHARLES BUKOWSKI: ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΩΡΑ (ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ 1944-1990)
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.

Το πιο τρομαχτικό πράγμα είναι μαζί και γελοίο. Το γελοίο είναι η φοβερότερη ιδιότητα του τρομαχτικού. Έπρεπε να γυρίσω να δω και με προσπάθεια υπεράνθρωπη γύρισα το κεφάλι. Ένιωσα να τρίζουν και να σπαν οι σπόνδυλοι του τραχήλου μου και τον είδα. Αλλά είχε σκεπασμένο το κεφάλι του κι έκρυβε το πρόσωπό του. Φορούσε μια μεγάλη χαρτοσακούλα από χοντρό πρόστυχο χαρτί που τυλίγουν τα κρέατα και δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του. Αλλά φαντάστηκα ότι το πρόσωπό του θα ήταν ένα κομμάτι κρέας ζωντανό κι εκεί που με ρουφούσε η κινούμενη άμμος ενός ανυπόφορου κινδύνου ο νους μου πάλι με τράβηξε έξω στην επιφάνεια. Ξύπνησα χωρίς ν’ αναγνωρίσω αυτόν που θέλει χυδαία και γελοία να με τρομάξει. ...
Αν η φωνή μιας γυναίκας που λέει ιστορίες έχει τη δύναμη να φέρει παιδιά στον κόσμο, αληθεύει επίσης και το ότι ένα παιδί έχει τη δύναμη να ζωντανέψει ιστορίες. Λένε ότι ο άνθρωπος θα τρελαινόταν αν δεν μπορούσε να ονειρευτεί τη νύχτα. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν δεν επιτραπεί σε ένα παιδί να μπει στον χώρο του φανταστικού, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Η ανάγκη ενός παιδιού για ιστορίες είναι τόσο βασική, όσο και η ανάγκη του για φαγητό, και εκδηλώνεται όπως ακριβώς και η πείνα. Πες μου μια ιστορία, λέει το παιδί. Πες μου μια ιστορία. Πες μου μια ιστορία, μπαμπά, σε παρακαλώ. Και τότε ο πατέρας κάθεται και λέει μια ιστορία στον γιο του. Ή αλλιώς ξαπλώνει στο σκοτάδι πλάι του, οι δυο τους στο κρεβάτι του παιδιού, κι αρχίζει να μιλά, σαν να μην είχε απομείνει τίποτα στον κόσμο πέρα από τη φωνή του, λέγοντας μέσα στο σκοτάδι μια ιστορία στον γιο του. Συχνά είναι ένα παραμύθι ή μια περιπετειώδης ιστορία. Συχνά όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό άλμα στο φανταστικό. Μια φορά ήταν ένα αγοράκι που το έλεγαν Ντάνιελ, λέει ο Α. στον γιο του που τον λένε Ντάνιελ, και οι ιστορίες στις οποίες το ίδιο το αγόρι είναι ο ήρωας είναι ίσως αυτές που το ευχαριστούν περισσότερο. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Α. συνειδητοποιεί ότι, ενώ κάθεται στο δωμάτιό του γράφοντας το Βιβλίο της Μνήμης, μιλά για τον εαυτό του ως κάποιον άλλον προκειμένου να πει την ιστορία του εαυτού του. Πρέπει να καταστήσει τον εαυτό του απόντα προκειμένου να βρει τον εαυτό του εκεί. Και έτσι λέει ο Α., έστω κι αν θέλει να πει εγώ. Επειδή η ιστορία της μνήμης είναι η ιστορία της όρασης. Και έστω κι αν τα πράγματα που πρέπει να ιδωθούν δεν βρίσκονται πια εκεί, αυτή είναι μια ιστορία της όρασης. Κι έτσι η φωνή συνεχίζει. Και ακόμα κι αν το παιδί κλείσει τα μάτια του και αποκοιμηθεί, η φωνή του πατέρα του συνεχίζει να μιλά μες στο σκοτάδι.
Δεν έχω έναν άνθρωπο ούτε κοντά μου ούτε μακριά μου. Είναι περίεργο και πικρά διασκεδαστικό τώρα πια να παρακολουθώ πώς απομακρύνουνται οι άνθρωποι από μένα. Μη νομίζεις πως ξεχνώ ότι η ευγένεια του ανθρώπου είναι να δίνει.
Λοιπόν, αν θέλετε πράγματι να τ' ακούσετε, το πρώτο που μάλλον θα θέλετε να μάθετε είναι πού γεννήθηκα, κι αν ήτανε χάλια τα παιδικά μου χρόνια, και τι κάνανε οι δικοί μου και προτού κάνουνε εμένα και τέτοια, κι όλες αυτές τις τρίχες αλά Ντέιβιντ Κόππερφιλντ, αλλά, για να σας πω την αλήθεια, καμιά όρεξη δεν έχω να πιάσω τέτοια ιστορία. Πρώτα πρώτα, το βαριέμαι αυτό το τροπάρι και, δεύτερο, οι γονείς μου θα κόψουνε από κάνα δυο φορές τις φλέβες του ο καθένας αν πω κάτι πολύ προσωπικό για πάρτη τους. Είναι πολύ μυγιάγγιχτοι με κάτι τέτοια, ειδικά ο πατέρας μου. Καλά ανθρωπάκια είναι και τέτοια –δε λέω–, αλλά είναι μυγιάγγιχτοι του κερατά. Άσε που δεν το 'χω σκοπό, διάολε, να κάτσω να σας λέω, ξέρω γω, την ιστορία της ζωής μου με το νι και με το σίγμα. Θα σας πω μονάχα για όλη κείνη την τρέλα που μου 'λαχε κοντά στα περσινά Χριστούγεννα, λίγο προτού κλατάρω και με κουβαλήσουν εδώ πέρα να κουλάρω. Θέλω να πω, τα ίδια είπα και στον Ντι Μπι, κι αυτός στην τελική είναι αδερφός μου και τέτοια. Στο Χόλλυγουντ μένει ο Ντι Μπι, όχι δηλαδή και πολύ μακριά από τούτη τη Χαμοκέλα, και σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο πετάγεται για να με δει...
J.D.SALINGER: Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ
Ο κύριος Τάλκινγκχορν, καθισμένος μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο με το σούρουπο να πυκνώνει, απολαμβάνει το κρασί του. Κλείνεται ακόμα περισσότερο στον εαυτό του, σα ν’ άκουσε τους ψιθύρους του για τα πενήντα χρόνια της σιωπής και της απομόνωσής του. Πιο ανεξιχνίαστος από ποτέ, κάθεται και πίνει και, κρυφά απ’ όλους, μαλακώνει, συλλογιέται, αυτή την ώρα του δειλινού, όλα τα μυστήρια που γνωρίζει: για τα σκοτεινά δάση στην εξοχή και για μεγάλα, άδεια και κλειστά σπίτια στην πόλη, κι ίσως να χαλαλίζει και καμιά σκέψη για τον εαυτό του, για την ιστορία της οικογένειάς του, για την περιουσία του, και για την διαθήκη του –που αποτελεί μυστήριο για όλους–, καθώς και για έναν εργένη φίλο του, έναν άνθρωπο ίδιας στόφας, δικηγόρο, που έκανε την ίδια ακριβώς ζωή μέχρι τα εβδομηνταπέντε του χρόνια και τότε, συνειδητοποιώντας ξαφνικά (όπως υποθέτουν όλοι) ότι ήταν υπερβολικά μονότονη, κάποιο καλοκαιρινό βράδυ χάρισε το χρυσό του ρολόι στον κουρέα του, γύρισε δίχως να βιάζεται στο σπίτι του στο Τεμπλ, και κρεμάστηκε.
Οι επιστήμονες, οι κοινωνιολόγοι, οι εγκληματολόγοι, οι ψυχίατροι, οι φιλόσοφοι αναλογίζονται: Τί είναι αυτό; Τί φταίει – η κληρονομικότητα, η εκπαίδευση, το περιβάλλον, οι εξωτερικές συνθήκες, κάποιο ιστορικό πεπρωμένο, η εγκληματική βούληση των επικεφαλής; Τί είναι αυτό; Πώς συνέβη; Τα εμβρυϊκά χαρακτηριστικά του ρατσισμού που έμοιαζαν αστεία στις τοποθετήσεις δευτεροκλασάτων καθηγητών – τσαρλατάνων και άθλιων επαρχιωτών θεωρητικών από τη Γερμανία του περασμένου αιώνα, η περιφρόνηση του Γερμανού φιλισταίου απέναντι στα «ρωσικά γουρούνια», στα «ζώα τους Πολωνούς», στον «Εβραίο που βρομάει σκόρδο», στον «διεφθαρμένο Γάλλο», στον «μικροέμπορα Άγγλο», στον «μασκαρά τον Έλληνα», στον «χοντροκέφαλο Τσέχο» – όλο αυτό το πακέτο πομπώδους, φτηνής υπεροχής του Γερμανού έναντι των άλλων λαών του κόσμου, που κορόιδευαν καλόκαρδα οι δημοσιογράφοι και οι κωμωδοί, όλα αυτά, ξαφνικά, μέσα σε μερικά χρόνια μετατράπηκαν από «παιδιαρίσματα» σε θανάσιμη απειλή για την ανθρωπότητα, για τη ζωή και την ελευθερία της, έγιναν πηγή απίστευτων και ανείπωτων βασάνων, αιματοχυσιών και εγκλημάτων. Εδώ υπάρχουν πράγματα που πρέπει να μας προβληματίσουν!”

[…] στην ιστορία όλης της ανθρωπότητας, μόνο ένας άνθρωπος εμφανίστηκε τόσο τέλειος απ' όλες τις απόψεις και αυτός δεν είναι άλλος από εμένα. Πάρτε για παράδειγμα οποιοδήποτε από τα ασυνήθιστα επιτυχή διηγήματα μου. Τι βλέπετε φυλλομετρώντας τα σελίδα σελίδα; Ότι κάθε πρόταση έχει ένα βαθύτερο νόημα, κάθε λέξη βρίσκεται στο κατάλληλο σημείο, τα πάντα συμφωνούν με την πραγματικότητα. Όταν σπεύδω να περιγράψω μια χώρα, εσείς την έχετε κιόλας μπροστά στα μάτια σας, σαν σε φωτογραφία, και τα πρόσωπα που σας παρουσιάζω να εμπλέκονται σε περίπλοκες και γοητευτικές καταστάσεις στέκονται μπροστά σας σαν να ήταν ζωντανά. Συγχρόνως, τα τσέχικα που χρησιμοποιώ στα λογοτεχνικά μου έργα έχουν άφταστη εκφραστικότητα, ξεπερνώντας σε καθαρότητα, γλαφυρότητα και σαφήνεια ακόμη και τη Βίβλο, γεγονός που καθιστά σκέτη απόλαυση το διάβασμα έστω και μιας γραμμής από τα έργα μου. Και αν πράξετε έτσι και διαβάσετε κάποιο απ' αυτά, θα διαπιστώσετε πόσο μαγευτικά επιδρούν στην ψυχή, θα διαπιστώσετε πως σας ανάβουν φωτιά. Με μακάριο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο, δεν πρόκειται να αφήσετε αυτό το βιβλίο με τίποτα από τα χέρια σας, αλλά θα το κουβαλάτε πάντα μαζί σας, σαν φυλαχτό.
JAROSLAV HASEK :''Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΤΣΕΧΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ JAROSLAV HASEK'' ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
ΦΕΤΟΣ φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
[Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «ΦΟΒΑΜΑΙ» γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή.]
Στην ιστορία της Δύσης υπάρχουν αναρίθμητες φρικαλεότητες, τις οποίες η Δύση διέπραξε τόσο εναντίον των άλλων όσο και εναντίον του ίδιου του εαυτού της. Οι φρικαλεότητες όμως δεν αποτελούν προνόμιο της Δύσης. Παντού στον κόσμο υπάρχει συσσώρευση φρίκης, είτε πρόκειται για την Κίνα, την Ινδία, την Αφρική πριν από την αποικιοκρατία, είτε για τους Αζτέκους. H ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Είναι η ιστορία των φρικαλεοτήτων - αν και όχι μόνον αυτή.
Υπάρχει όμως κάτι το οποίο αποτελεί την ιδιομορφία, τη μοναδικότητα και το βαρύ προνόμιο της Δύσης: πρόκειται γι' αυτή την κοινωνικο-ιστορική αλληλουχία που ξεκινά στην αρχαία Ελλάδα και αρχίζει ξανά, από το 11ο αιώνα και μετά, στη δυτική Ευρώπη. Αυτή είναι η μόνη στην οποία βλέπουμε να προβάλει ένα πρόταγμα ελευθερίας, ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, κριτικής και αυτοκριτικής. H πιο εντυπωσιακή επιβεβαίωση αυτού είναι ακριβώς ο λόγος ο οποίος καταγγέλλει τη Δύση. Διότι στη Δύση έχουμε τη δυνατότητα -τουλάχιστον ορισμένοι από εμάς- να καταγγέλλουμε τον ολοκληρωτισμό, την αποικιοκρατία, το δουλεμπόριο των Μαύρων, την εξόντωση των Ινδιάνων στην Αμερική. Όμως δεν έχω δει τους απογόνους των Αζτέκων, των Ινδών ή των Κινέζων να κάνουν μια ανάλογη αυτοκριτική. Απεναντίας, βλέπω ότι ακόμη και σήμερα οι Ιάπωνες αρνούνται τις θηριωδίες που διέπραξαν κατά το B Παγκόσμιο Πόλεμο.
[...]
Αλλά όμως μόνον η Δύση δημιούργησε την ικανότητα για εσωτερική αμφισβήτηση αμφισβήτηση των ίδιων των θεσμών και των ιδεών της εν ονόματι της λογικής συζήτησης μεταξύ των ανθρώπων, η οποία παραμένει ανοιχτή στο διηνεκές και δεν αναγνωρίζει έσχατο δόγμα.
Αφότου κατόρθωσα να διαλέξω μόνος μου το σπίτι που θα κατοικώ, μονάχα οι μοτοσικλέτες και τ' αυτοκίνητα τη νύχτα με ξυπνούν — τα φορτηγά ιδιαίτερα. Αυτό άλλωστε είναι, λίγο πολύ, και το πρόβλημα των κατοίκων όλης της πόλης μας, κι αυτών ακόμα που έχουν την ψυχική αντοχή να κατοικούν στα ψηλά διαμερίσματα και τα ρετιρέ. Και δε φαίνεται πως θα θεραπευτεί ποτέ, εκτός αν γκρεμίσουμε και ξαναχτίσουμε απ' την αρχή τα πάντα. Μα, για την ώρα τουλάχιστο, μια τέτοια λύση δεν μπορεί ούτε να την ονειρευτεί κανένας.
Παλιότερα μας ανησυχούσαν δήθεν οι πετεινοί. Αυτούς καταφέραμε επί των ήμερων μας να τους εξολοθρέψουμε ολότελα, χάνοντας, απλώς και μόνο, μια σπάνια αισθητική απόλαυση. Και το αστείο είναι πως στα σχολεία και τις πνευματικές συναναστροφές ακόμα κατηγορούμε για μαλθακότητα τους ανθρώπους της αρχαίας Σύβαρης, που τίποτα περισσότερο από μας δεν είχαν κάνει.
Οι πετεινοί επέστρεψαν σ' όλη τους τη δόξα ένα διάστημα στην Κατοχή, όμως η απελευθέρωση μας απ' τους Γερμανούς σήμανε πια την οριστική εξαφάνιση τους από τις πόλεις. Ο τουρισμός και οι τουρίστες, η νέα και αβάσταχτη αυτή κατοχή που μας βρήκε, στάθηκε μοιραία τόσο για τους πετεινούς όσο και για τα παλικάρια μας.
Καθώς η κυκλοφορία κοβόταν τότε πολύ νωρίς, μέσα στο γενικό καταλάγιασμα, όλες οι δυνατές φωνές, και οι πιο μακρινές ακόμα, ακούγονταν απίστευτα ξεκάθαρα. Αφήνω πια τους πυροβολισμούς και τις χειροβομβίδες. Γεγονός πάντως είναι πως και η ακοή μας είχε στο έπακρο οξυνθεί, μια και δεν μπορούσε τίποτε άλλο να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τί συμβαίνει στα σκοτεινά γύρω μας. Γνωρίζαμε το περπάτημα των εχθρών μέσα στη νύχτα, το επίμονο πνιχτό βήξιμο των χαφιέδων έξω απ' την πόρτα, τις διαφορές των αντρογύνων, το ροχαλητό των γειτόνων μας, αλλά και τον ανεπαίσθητο γλυκό θόρυβο που κάμναν τα τενεκεδάκια με την μπογιά, όταν τα παιδιά γράφαν στους τοίχους. Ξέραμε πως η γειτονιά μας την άλλη μέρα θα λάμπει από λεβεντιά και αισιοδοξία. Εκείνο όμως που σίγουρα μπορούσες να παρακολουθήσεις και χαρείς κάθε νύχτα ήταν το λάλημα των πετεινών που άρχιζε από κάπου και διαδίδονταν κατόπι από συνοικία σε συνοικία. Τώρα λαλούν οι πετεινοί της Βάρνας, υστέρα της Νεάπολης, της Σταυρούπολης, της Νέας Μαινεμένης, της Ραμόνας, του Παλιού Σταθμού, του Κουλέ Καφέ, της Κασσάνδρου και της Αγίου Δημητρίου, της Ευαγγελίστριας, των Σαράντα Εκκλησιών, της Τούμπας, της Τριανδρίας... Ήταν κάποια παρηγοριά κι αυτό, μια κυκλοφορία, που δεν μπορούσε μάλιστα να την εμποδίσει ο θηριώδης στρατιωτικός διοικητής. Είχαμε αρχίσει και πάλι να μιλάμε για τον καιρό και να κάνουμε προβλέψεις για τις αλλαγές του. Μονάχα απ' τις καθωσπρέπει συνοικίες, Τσιμισκή, Παραλία και Μητρόπολη, δεν ακούγονταν ούτε και τότε λαλήματα πετεινών. Λυπόμουν τους ανθρώπους που καθόντουσαν εκεί. Μια μάγισσα που είχαμε στο σπίτι μας, όταν ξόρκιζε κανένα κακό, του φώναζε αγρία τρεις φορές: «Να πάς εκεί που δε λαλεί πετεινός».
Η αλήθεια είναι πως ανάμεσα στα λαλήματα ακούγαμε και κανένα βραχνό χωνί να ξανοίγεται μες στη βαθιά νύχτα. Δεν ξεχωρίζαμε συνήθως τί αγωνίζονταν να μας αναγγείλει το ηρωικό αγόρι, ξέραμε όμως πολύ καλά πώς θα καταλήξει και ψιθυρίζαμε όλοι μαζί του το συναρπαστικό σύνθημα: «Θάνατος στο φασισμό — Λευτεριά στο λαό!».
Είπες βαθιά θα σκάψεις μες στον εαυτό σου, να τον γνωρίσεις, να τον καταχτήσεις ίσως. Μα τι νόμισες πως είναι ο εαυτός σου, ορυχείο στοές ν’ ανοίγεις και ν’ αναζητάς φλέβες χρυσάφι, φλέβες κάρβουνο! Ή μήπως νόμισες πως είναι χώρος αρχαιολογικός που κρύβει μέσα του στρώματα-στρώματα πολιτισμούς χαμένους. Ένα κομμάτι πονεμένη σάρκα είσαι κι όσο κι αν σκάψεις μέσα σου βαθιά δε θα ’βρεις παρά αίμα σκοτωμένο κι αίμα ζωντανό και τρόμο για το σκοτωμένο αίμα

Από τη στιγμή που γεννιέσαι, επειδή δεν έχεις μάθει να κάνεις τίποτε άλλο, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις και όποιο πρόσωπο κι αν δεις είναι λευκό και, επειδή δεν έχεις κοιταχτεί ακόμα στον καθρέφτη, νομίζεις ότι είσαι έτσι κι εσύ. Και παθαίνεις μεγάλο σοκ όταν, στα πέντε, έξι ή εφτά σου χρόνια, ανακαλύπτεις ότι, τότε που υποστήριζες τον Γκάρι Κούπερ βλέποντάς τον να εξολοθρεύει τους Ινδιάνους, ο Ινδιάνος ήσουν εσύ. Παθαίνεις μεγάλο σοκ όταν ανακαλύπτεις ότι η χώρα όπου γεννήθηκες, και στην οποία χρωστάς τη ζωή και την ταυτότητά σου, δεν έχει προβλέψει, στο όλο σύστημα της πραγματικότητάς της, ούτε μια σπιθαμή χώρου για σένα.
Σελίδα 1 από 28