Σελιδοδείκτης
Χθες σε ονειρεύτηκα. Δεν θυμάμαι τι έγινε ακριβώς, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι διαρκώς μετατρεπόμασταν ο ένας στον άλλο, εγώ ήμουν εσύ, εσύ ήσουν εγώ. Τελικά, κάπως πήρες φωτιά, θυμήθηκα ότι πρέπει κανείς να καταπνίγει τις φλόγες με υφάσματα, άρπαξα ένα παλιό πανωφόρι και σε χτυπούσα με αυτό. Αλλά πάλι άρχισαν οι μεταμορφώσεις, σε σημείο που, στο τέλος, δεν ήσουν πια καθόλου παρούσα, αλλά ήμουν εγώ αυτός που φλεγόταν και ήμουν και αυτός που χτυπούσε με το πανωφόρι. Αλλά δεν ωφελούσε σε τίποτα και απλώς επιβεβαίωσε τον παλιό μου φόβο ότι τέτοια μέτρα κατά της φωτιάς είναι παντελώς ατελέσφορα. Στο μεταξύ όμως είχε έρθει η Πυροσβεστική και κατάφεραν να σε σώσουν κάπως. Αλλά ήσουν διαφορετική από πριν, σαν φάντασμα [...] σχεδιασμένο με κιμωλία στο σκοτάδι, και άψυχη, ή ίσως μόνο λιπόθυμη από τη χαρά που σώθηκες, έπεσες στην αγκαλιά μου. Αλλά κι εδώ υπήρχε η αβεβαιότητα της μεταμόρφωσης, ίσως να ήμουν εγώ εκείνος που έπεσε στην αγκαλιά κάποιου άλλου.
Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ολόψυχα δοσμένος σε μια ιδέα, ευγενικιά και δίκια, να ζει και ν' ανασαίνει για κείνη και μόνο για κείνη, κι ωστόσο να ξεγελάει τον εαυτό του. Κάπου μέσα του, ένας άλλος, δε σταματάει ποτέ να ονειρεύεται και να υπολογίζει, να χαίρεται και να πονάει, ανεξάρτητα, σχεδόν κρυφά από κείνο, τον ιδεολόγο.
Η ομορφιά δεν βρίσκεται μέσα στο ίδιο το πράγμα, αλλα γεννιέται από το φώς και το σκοτάδι, μες στις αποχρώσεις της σκιάς των πραγμάτων στην σχέση τους το ένα με το άλλο.
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο άντρας που βρισκόταν στο διπλανό κρεβάτι ήταν ένας πρώην λοχαγός του πεζικού ονόματι Έλιοτ Ροουζγουότερ. Ο Ροουζγουότερ είχε βαρεθεί να είναι μεθυσμένος όλη την ώρα.
Ο Ροουζγουότερ ήταν εκείνος που μύησε τον Μπίλι στον κόσμο της επιστημονικής φαντασίας, και ειδικά στα βιβλία του Κίλγκορ Τράουτ. Ο Ροουζγουότερ είχε μια τεράστια συλλογή χαρτόδετων βιβλίων επιστημονικής φαντασίας κάτω από το κρεβάτι του. Τα είχε φέρει στο νοσοκομείο μέσα σε ένα μπαούλο. Εκείνα τα αγαπημένα, άχαρα βιβλία είχαν μια μυρωδιά που πλημμύριζε την πτέρυγα - σαν φανελένιες πιτζάμες που δεν είχαν αλλαχτεί ένα μήνα, ή σαν ιρλανδικό βραστό κατσαρόλας.
Ο Κίλγκορ Τράουτ έγινε ο αγαπημένος εν ζωή συγγραφέας του Μπίλι, και η επιστημονική φαντασία ήταν το μόνο είδος ιστοριών που διάβαζε.
Ο Ροουζγουότερ ήταν δυο φορές πιο έξυπνος από τον Μπίλι, αλλά εκείνος και ο Μπίλι αντιμετώπιζαν παρόμοιες κρίσεις. Και οι δυο θεωρούσαν ότι η ζωή δεν είχε νόημα, εν μέρει εξαιτίας όσων είχαν δει στον πόλεμο. Ο Ροουζγουότερ, για παράδειγμα, είχε σκοτώσει έναν δεκατετράχρονο πυροσβέστη νομίζοντας πως ήταν Γερμανός στρατιώτης. Έτσι πάει. Και ο Μπίλι είχε δει τη μεγαλύτερη σφαγή στην ιστορία της Ευρώπης, την ισοπέδωση της Δρέσδης με εμπρηστικές βόμβες. Έτσι πάει.
Έτσι λοιπόν και οι δυο έπρεπε να ανακατασκευάσουν τους εαυτούς τους και το σύμπαν τους. Η επιστημονική φαντασία ήταν μεγάλη βοήθεια.
Μια φορά ο Ροουζγουότερ είπε στον Μπίλι κάτι πολύ ενδιαφέρον σχετικά με ένα βιβλίο που δεν ήταν επιστημονικής φαντασίας. Είπε ότι όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κάποιος για τη ζωή βρίσκονται στους Αδελφούς Καραμαζόφ του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. «Όμως αυτά δεν είναι αρκετά πια», είπε ο Ροουζγουότερ.
Ο αδερφός μου ο Ντέιβιντ κι εγώ ήμασταν καλλιεργημένοι για την ηλικία μας αναγνώστες και η μητέρα μας μας παρότρυνε απαγορεύοντάς μας ελάχιστα βιβλία μόνο. Πολύ συχνά μας έδινε ένα βιβλίο που είχε ζητήσει ένας από εμάς, προσθέτοντας "Είναι σκουπίδι", με τόνο που υπονοούσε ότι ήξερε πως αυτό δεν θα μας σταματούσε, αλλά απεναντίας μπορεί να μας ενθάρρυνε κιόλας. Επιπλέον, ήξερε ότι τα σκουπίδια έχουν κι αυτά μια θέση στον κόσμο.
Όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε να την καταλάβει, εκτός κι αν ίσχυε το προφανές, ότι απλώς είχε κουραστεί να είναι παντρεμένη μαζί του. Ίσως για κείνην ο γάμος να ήταν ένα πείραμα, και το πείραμα είχε αποτύχει. Ίσως όλοι οι γάμοι να είναι κάπως έτσι, κι αν δεν υπάρχει μια πιο δεσμευτική δύναμη από το έρωτα –ή μήπως ήταν μόνο σαρκικό πάθος;–, κάτι σαν τη θρησκεία, ένας κώδικας, μια τυφλή ανάγκη να αποστρέψεις το πρόσωπο από το χάος και το ανικανοποίητο της ζωής, ένας γάμος είναι καταδικασμένος από τη στιγμή που ο άντρας και η γυναίκα ξαναβρίσκουν το φως τους και βλέπουν καθαρά ο ένας τον άλλον. Δεν ήξερε. Αναρωτιόταν πόσοι άνθρωποι έμεναν παντρεμένοι από άχτι ή από τον φόβο της μοναξιάς. Αναρωτήθηκε πόσα παιδιά μεγαλώνουν σε σπίτια χωρίς αγάπη, όπου το κίβδηλο θεωρείται γνήσιο, όπου τα λόγια καίνε, ενώ τα μάτια και οι καρδιές είναι παγωμένα. Αναρωτιόταν γιατί εκείνος και η Σάλι δεν έγιναν ποτέ φίλοι. Αυτό θα άλλαζε εντελώς τα πράγματα».
Όπως τα φύκια που προστατεύουν το σώμα των ψαριών, οι βλεφαρίδες που σκέπαζαν σαν πέπλα το βλέμμα της ήταν τόσο μακριές που όταν έκλεινε τα μάτια έφταναν σχεδόν μέχρι το μέσον των παρειών της, και δεν είχα δει ποτέ μου τόσο ωραίες και τόσο μακριές βλεφαρίδες, τόσο μακριές που αναρωτιόμουν αν άραγε την εμπόδιζαν να βλέπει. Όταν χαμήλωνε τα μάτια, βλεφαρίδες και κόρες μπερδεύονταν τόσο που είχες την αίσθηση ότι οι κόρες έβγαιναν από τις κόγχες τους.
Ένας μοναχικός τύπος, απέναντι από τη θάλασσα, έπαιζε σαξόφωνο. Ο τύπος έκανε εξάσκηση, έπαιζε σκάλες. Σε κάποια φάση άρχισε να παίζει τζαζ. Πολύ αργή και μελαγχολική. Αυτοσχεδίαζε. Μέσα στο ρόδινο φως της Μαλεκόν, στη σιωπή και τη μοναξιά της νύχτας και του κρύου ανέμου. Ήταν κάτι έξω από την πραγματικότητα εκείνος ο τύπος να παίζει μια τζαζ αργή, με τη μουσική να χάνεται στο άπειρο της θάλασσας και της νύχτας. Αυτό είναι το καλό με την πραγματικότητα: μας επιτρέπει κάποιες πολυτέλειες απαγορευμένες για τους συγγραφείς.
Πλησιάζοντας λίγο πιο πολύ, η Κάια είδε ότι πεσμένη στο χώμα ήταν μια θηλυκιά γαλοπούλα, και τα άλλα πουλιά από το ίδιο της το κοπάδι την τσιμπούσαν και την έγδερναν στον λαιμό και στο κεφάλι. Η γαλοπούλα είχε μπλέξει τις φτερύγες της τόσο άσχημα μέσα στα αγκαθωτά βάτα, που τα φτερά της εξείχαν τώρα από δω κι από κει και της ήταν αδύνατο να πετάξει. Ο Τζόντι είχε πει κάποτε πως όταν ένα πουλί γίνεται διαφορετικό σε σχέση με τα υπόλοιπα ―όταν παραμορφώνεται ή τραυματίζεται― αυξάνουν οι πιθανότητες να προσελκύσει κάποιο αρπακτικό κι έτσι τα υπόλοιπα μέλη του κοπαδιού το σκοτώνουν, πράγμα που είναι προτιμότερο, παρά να τραβήξει την προσοχή κανενός αετού, που πιθανόν να άρπαζε και κανένα από τα υπόλοιπα επί τη ευκαιρία.
Φανταστείτε έναν νεαρό να τρέχει με μηχανή σ’ ένα δρομάκι. Ο αέρας τού χτυπάει το πρόσωπο. Ο νεαρός κλείνει τα μάτια και ανοίγει τα χέρια, όπως στις ταινίες, νιώθοντας ζωντανός και σε πλήρη αρμονία με το σύμπαν. Δεν βλέπει το φορτηγό που πετιέται μπροστά του στη διασταύρωση. Πεθαίνει ευτυχισμένος. Η ευτυχία είναι σχεδόν πάντα μια ανευθυνότητα. Είμαστε ευτυχισμένοι τις σύντομες στιγμές που κλείνουμε τα μάτια.
Μαζεύτηκαν στο πάρκινγκ λίγο πριν χαράξει και περίμεναν να τους πουν τί να κάνουν. Έκανε κρύο και δεν ακούγονταν πολλές κουβέντες. Υπήρχαν ερωτήσεις που δεν έγιναν. Το όνομα του αγνοούμενου κοριτσιού ήταν Ρεμπέκκα Σω. Την τελευταία φορά που την είδαν φορούσε ένα λευκό φούτερ με κουκούλα. Στον χερσότοπο είχε απλωθεί μια χαμηλή πάχνη και τα έδαφος ήταν σκληρό και παγωμένο. Το κορίτσι είχε ύψος ένα και εξηνταπέντε και σκουρόξανθα μαλλιά. Αγνοούνταν για ώρες. Εκείνοι κρατούσαν το βλέμμα τους στραμμένο στο έδαφος· δεν μιλούσαν και σκέφτονταν τί θα μπορούσαν να βρουν. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν ο θόρυβος από τα βήματά τους, τα σκυλιά που γάβγιζαν στο δρόμο και μακριά ένα ελικόπτερο πάνω από τους υδροταμιευτήρες.
Ποτέ μου δεν είδα τόσα πολλά λουλούδια – στην Αίγινα χτες ολόκληρο το βουνό ήτανε κόκκινο από τα ηλιάνθεμα και τις παπαρούνες – έκοψα μία, αλλά τα πέταλά της είναι σχεδόν μαραμένα. Η θάλασσα μπαίνει παντού – φτάνεις στην κορφή ενός βουνού και να αποκάτω η θάλασσα. Και πέρα μακριά βουνά χιονισμένα, και μικροί κόλποι όπως όταν η Εύα –όχι, η Περσεφόνη– λουζόταν στα νερά τους. Ούτε ένα καλύβι, ούτε ένα χαμόσπιτο, ούτε ένα καφενείο. Κρυστάλλινη θάλασσα και πεντακάθαρη άμμος είναι σχεδόν το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο –εσύ ξέρεις πόσες φορές το 'χω πει αυτό– πρόσθεσε και γριές με τα κοφίνια τους. Χτες λοιπόν βουτήξαμε στη θάλασσα και κολυμπήσαμε στο Αιγαίο, με αχινούς και ανεμώνες – όλα είχαν μεταμορφωθεί κόκκινα και κίτρινα κυμάτιζαν κάτω απ' τα πόδια μας.
Εδώ έβγαιναν οι ωραιότερες φράουλες. Δεν κοίταζαν να κρυφτούν διακριτικά, όπως το συνηθίζουν αλλού. Έκοβαν το δρόμο αυτών που τις έψαχναν. Έτρεμαν βαριές απ’ τα λεπτά αλλά ανθεκτικά κοτσανάκια τους. Ήταν μεγάλες και φύτρωναν τόσο χαμηλά, τόσο κοντά στο χώμα, όχι από ταπεινοσύνη αλλά από περηφάνια. Έπρεπε να σκύψεις για να τις μαζέψεις. Τα μήλα, τα κεράσια και τ’ αχλάδια τεντώνεσαι για να τα φτάσεις. Σε αναγκάζουν να σκαρφαλώσεις.
Μικρά σβολαράκια χώμα ήταν κολλημένα στις φράουλες, τόσο μικρά που δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι – κι έτσι τα ‘βαζες στο στόμα σου. Έτριζαν ανάμεσα στα δόντια, αλλά ο χυμός της φράουλας τα παράσερνε και η απαλή ψίχα του φρούτου σου χάιδευε τον ουρανίσκο.
Όλοι μάζευαν φράουλες, κι ας απαγορευόταν. ο δασοφύλακας, άμα τύχαινε να περάσει, έπαιρνε τα καλάθια από τα χέρια των γυναικών, άδειαζε καταγής τις όμορφες κόκκινες φράουλες και τις ποδοπατούσε.
Τί μπορούσε όμως να κάνει σ’ εμάς που τρώγαμε τις φράουλες εκεί, επιτόπου; Μας κοίταζε αγριεμένος και σφύριζε στο σκυλί του.
Κανένας δεν φοβόταν τον δασοφύλακα. Όσο περισσότερες φράουλες ποδοπατούσε τόσο περισσότερες έβγαιναν στο δάσος.
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω· ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει·
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
Μου φαίνεται ότι μπορώ να ζηλεύω με πάθος μόνο το κατώτερο, το απόμακρο. Ο ανταγωνισμός με κάτι ανώτερο, μου δημιουργεί εντελώς διαφορετικά συναισθήματα. Αν ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι πνευματικά συγγενής μου και τον οποίο αγαπάω, ερωτευτεί την ίδια γυναίκα με μένα, θα είχα την αίσθηση μιας θλιβερής αδελφοσύνης μαζί του, κι όχι της φιλονικίας και της αντιδικίας.
Δούλεψα σαν δαιμονισμένη γιατί δεν ήμουνα καθόλου σίγουρη ότι θα τό 'βγαζα ή ότι θα μπορούσα να μεταδώσω, σ' ένα κοινό με παρά στο κλαμπ, τα πράγματα πού για μένα είχαν σημασία.
Φοβόμουνα ότι δεν θ' άρεσε καθόλου στο κοινό. Την πρώτη φορά που το τραγούδησα, νόμιζα ότι ήτανε σφάλμα κι ότι είχα δίκιο να φοβηθώ. Μόλις τελειώνω το τραγούδι, άκρα σιγή. Ύστερα μόνο ένα άτομο αρχίζει να χειροκροτάει νευρικά. Όποτε ξαφνικά ξεσπάνε στο χειροκρότημα.
Φοβόμουνα ότι δεν θα άρεσε στον κόσμο. Η βερσιόν πού ηχογράφησα στην Commodore έγινε ο πιο εμπορικός δίσκος μου. Μου πλακώνει την καρδιά όμως κάθε φορά που το τραγουδάω. Μου θυμίζει πώς πέθανε ο Μπαμπάς. Και πρέπει να συνεχίσω να το τραγουδάω, όχι μόνο γιατί το ζητάει ό κόσμος, αλλά γιατί είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του Μπαμπά, τα πράγματα πού τον σκότωσαν συνεχίζουν να συμβαίνουν στον Νότο.
Θὰ ἔχετε παρατηρήσει ὅτι ὅταν κανεὶς φοβᾶται γιὰ κάτι, ἀκόμα καὶ ὅταν πρόκειται γιὰ ἀρρώστια, τότε εἶναι ποὺ συμμαχοῦν ὅλες οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις, μὲ τὴ μορφὴ διαβολεμένων συμπτώσεων, κ.λπ., γιὰ νὰ δίνουν ἔμφαση στοὺς φόβους του, καὶ γιὰ νὰ τοὺς δικαιολογοῦν. Αὐτὸ μοῦ εἶχε συμβεῖ κι ἐμένα μ’ ἕναν ψοφοδεὴ τύπο, μὲ σηκωμένο τὸ γιακὰ τοῦ πανωφοριοῦ καὶ στραβὰ τὸ καβουράκι, ποὺ ὅποτε πήγαινα στὸ παράθυρο τὸν ἔβλεπα νὰ περιμένει στὴ γωνία. Ἔλεγα ἀπὸ μέσα μου, γιὰ νὰ παίρνω θάρρος: Μπορεῖ κάλλιστα νὰ στέκεται ἐκεῖ γιὰ νὰ περιμένει ἢ κατασκοπεύει κάποιον ἄλλον• ἀλλὰ ποιός μὲ διαβεβαιώνει ὅτι δὲ στέκεται ἐκεῖ γιὰ νὰ παρακολουθεῖ ἐμένα; ̔Η δεύτερη ἐκδοχὴ πάντοτε ὑπερίσχυε. Κατὰ σύμπτωση διαβολική, δὲν τὸν εἶδα ποτὲ νὰ συναντάει κανέναν, παρὰ ἦταν ὅλο μόνος, ὧρες ὁλόκληρες. ...
Eric Lichtblau: Στην πραγματικότητα, είχε διατελέσει ένοπλος φρουρός σε τρία στρατόπεδα συγκέντρωσης
Για να καταφέρουν να σωθούν έπρεπε να εφεύρουν μια νέα ταυτότητα και να σχεδιάσουν ένα καινούργιο μέλλον σαν υποτιθέμενοι πρόσφυγες. Δεν θα ήταν πια Ναζί• θα γίνονταν θύματα των Ναζί. [...] Πολλοί από τους αυτοαποκαλούμενους πρόσφυγες παρίσταναν πως δεν είχαν στο παρελθόν την παραμικρή ανάμειξη με τα πολιτικά, εμφανίζονταν σαν άνθρωποι χωρίς πατρίδα που είχαν δει τη ζωή τους να καταστρέφεται από τον καταραμένο πόλεμο των «άλλων». Όταν ο Ντμίτρο Σάουτσουκ πήρε ως πρόσφυγας τη βίζα για την Αμερική το 1951 κι εγκαταστάθηκε στο Κάτσκιλς, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, είπε στους αξιωματικούς της Υπηρεσίας Μετανάστευσης πως κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Πολωνία ήταν ένας απλός αγρότης και ξυλοκόπος. Στην πραγματικότητα, είχε διατελέσει ένοπλος φρουρός σε τρία στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επέβλεπε τους Εβραίους που υποχρεώνονταν να καίνε τα πτώματα των δολοφονημένων και είχε πρωτοστατήσει σε μια μαζική σφαγή σ’ ένα εβραϊκό γκέτο της Πολωνίας. Θα περνούσαν περίπου τέσσερις δεκαετίες μέχρι ν’ αποκαλυφθούν τα ψέματά του.
Σελίδα 2 από 28