Σελιδοδείκτης
Όταν καλώ το αλλοτινό αγόρι που ήμουν στα δεκατρία μου, το ανακρίνω αυστηρά και νιώθω τον πειρασμό να το δικάσω, να το καταδικάσω ει δυνατόν σαν ξένο που τα δεινά του με αφήνουν παγερά αδιάφορο, βλέπω μπροστά μου έναν διαρκώς μορφάζοντα πιτσιρικά μετρίου αναστήματος με κοντοπαντέλονο και κάλτσες μέχρι το γόνατο. Με αποφεύγει, δεν θέλει να δικαστεί, να καταδικαστεί. Καταφεύγει στην αγκαλιά της μάνας, φωνάζει: «Μα ήμουν παιδί, παιδί…»
Προσπαθώ να το καθησυχάσω και το παρακαλώ να με βοηθήσει στο ξεφλούδισμα του κρεμμυδιού, αλλά αρνείται να δώσει πληροφορίες, δεν θέλει ως πρώιμη αυτοπροσωπογραφία μου να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Δεν μου δίνει το δικαίωμα να το «διαλύσω», όπως λέει, και δη «αφ’ υψηλού».
Τώρα κλείνει τα μάτια που γίνονται δυο σχισμές, σφίγγει και παραμορφώνει τα χείλια, φέρνει το στόμα σε ανήσυχη στραβή θέση και ενώ δουλεύει τον μορφασμό του σκύβει πάνω από βιβλία, έχει φύγει, δεν τον προλαβαίνω πια.
Τον παρατηρώ καθώς διαβάζει. Αυτό, μόνον αυτό κάνει υπομονετικά. Όταν διαβάζει, βουλώνει τα αυτιά με τους δείκτες για να προστατευτεί από τη χαρούμενη φασαρία της αδελφής. Τώρα εκείνη τερετίζει, σιμώνει. Πρέπει να έχει το νου του, γιατί της αρέσει να του κλείνει το βιβλίο, θέλει να παίξει μαζί του, μόνο το παιχνίδι έχει στο μυαλό της, είναι σίφουνας. Την αδελφή του την αγαπά μόνο εξ αποστάσεως.
Τα βιβλία ήταν από νωρίς το σανίδι που λείπει από τον φράχτη, οι τρύπες διαφυγής σε άλλους κόσμους. Τον βλέπω όμως επίσης να στραβομουτσουνιάζει, όταν δεν κάνει τίποτε, στέκει ανάμεσα στα έπιπλα του καθιστικού και φαίνεται τόσο αφηρημένος, που η μάνα του πρέπει να του φωνάξει: «Πού ταξιδεύεις πάλι; Τι σκαρώνεις πάλι;