Σελιδοδείκτης
Στο απέναντι παράθυρο μια γυναίκα ποτίζει τις πετούνιες. Δεν είναι πια τόσο νέα, αλλά ούτε και γριά, είχε πει ο Πάουλ πριν από μερικά χρόνια. Από τότε είχε κοκκινοκάστανα μαλλιά με μπούκλες, τότε που ο Πάουλ έμενε ακόμα με την Αντίνα. Και το τζάμι στο παράθυρο είχε από τότε το λοξό ράγισμα. Από τότε πέρασαν πέντε χρόνια, που δεν άγγιξαν το πρόσωπο της γυναίκας. Τα μαλλιά δεν ίσιωσαν, ούτε ξεθώριασαν. Και οι λευκές πετούνιες αλλάζουν κάθε χρόνο, κι όμως παραμένουν οι ίδιες.
Οι λευκές πετούνιες κρέμονταν και τότε προς τα κάτω, η γυναίκα δεν έβλεπε παρά τα γερμένα κοτσάνια καθώς πότιζε. Τα λευκά χωνάκια δεν τα έβλεπε ποτέ της.
Αν περπατώντας κάτω στον δρόμο σήκωνες το κεφάλι, κρέμονταν από τότε ψηλά, ανάμεσα σε όλα εκείνα τα παράθυρα, κι αν δεν ήξερες ότι οι μικρές λευκές πιτσιλιές είναι πετούνιες, έβλεπες να κυματίζουν στον αέρα, από το καλοκαίρι μέχρι το φθινόπωρο, παιδικά καλτσάκια ή χαρτομάντιλα.