Σελιδοδείκτης
Ήταν κάποιο μυθιστόρημα του Φόκνερ, μια χαρτόδετη έκδοση τόσο παλιά ώστε οι σελίδες ήταν κιτρινισμένες, τα εξωτερικά περιθώρια καφετιά, και η κόλλα τόσο εύθρυπτη, ώστε κάθε σελίδα που διάβαζα και τη γύριζα ξεκολλούσε αθόρυβα από τη ράχη, και επειδή δεν έκλεινα το βιβλίο όταν σταματούσα, αλλά το άφηνα ανάποδα ανοιχτό στο περβάζι του παραθύρου πάνω απ' το κρεβάτι μου, δεν ήταν πια ένα δεμένο βιβλίο αλλά μάλλον δυο σωροί, ένας με δεμένες σελίδες κι ένας με σκόρπιες, και το βιβλίο δεν συγκρατούσε πια την ιστορία, και η ιστορία ήταν παρούσα στο δωμάτιο ενόσω διάβαζα για πολλές μέρες ακόμα, θαρρείς και ήταν ελεύθερη μέσα στο δωμάτιο, είχε ξεπηδήσει από τις σελίδες και πλανιόταν κει μέσα, κάτω απ' το ταβάνι με τα δοκάρια - η ζοφερή ασθένεια της γυναίκας, οι παραδομένες στον δυνατό αγέρα αγριοφοινικιές γύρω από τη φυλακή όπου βρίσκεται ο άντρας, το μεγάλο ποτάμι που βλέπει απ' το παράθυρο του κελιού του, το λεπτό τσιγάρο που δεν καταφέρνει να στρίψει σφιχτά γιατί τα χέρια του τρέμουν ανεξέλεγκτα.