Σελιδοδείκτης
Ο πατέρας μου προσπάθησε πολλές φορές να με μάθει κολύμπι, σε πισίνα, στα ρηχά νερά μιας λίμνης, αλλά τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα. Το νερό με τρομοκρατούσε, ειδικά όταν με κάλυπτε ολόκληρη, και το κεφάλι μου μαζί. Στο τέλος η υπομονή του εξαντλήθηκε. Μια καλοκαιρινή μέρα που ήμασταν στην παραλία, μ' έβαλε σε μια μικρή βάρκα με κουπιά και, αφού απομακρυνθήκαμε πολύ από την ακτή, με πέταξε στο νερό σαν σκυλί. Ήμουν έξι ετών.
Πανικοβλήθηκα. Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν βυθιστώ στα νερά της Αδριατικής, ήταν τον πατέρα μου να τραβάει κουπί και ν' απομακρύνεται απ' το σημείο, με την πλάτη του γυρισμένη σε μένα. Ούτε καν κοίταξε πίσω. Βυθιζόμουν όλο και περισσότερο, κοπανούσα τα χέρια μου σαν τρελή, το νερό έμπαινε στο στόμα μου.
Όμως, εκεί που πνιγόμουν, σκεφτόμουν ξανά και ξανά πως ο πατέρας μου έφυγε κωπηλατώντας χωρίς καν να κοιτάξει πίσω του, και θύμωσα. Δε θύμωσα απλώς, έγινα έξαλλη. Σταμάτησα να καταπίνω νερό και τότε, μ' έναν παράξενο τρόπο, εκεί που χτυπιόμουν, ανέβηκα στην επιφάνεια και κολύμπησα ως τη βάρκα.
Ο Βόγιο μάλλον με άκουσε, γιατί, παρόλο που ακόμη δεν κοίταζε προς τα πίσω, άπλωσε το χέρι, με άρπαξε απ' το μπράτσο και με τράβηξε πάνω.
Κάπως έτσι οι αντάρτες μάθαιναν τα παιδιά τους να κολυμπούν.