Σελιδοδείκτης
Ο ήλιος λάμπει. Ο οδηγός του τρένου διασχίζει την αποβάθρα και μιλάει στον σταθμάρχη. Γελάνε δυνατά με το αστείο τους.
Ο οδηγός είναι από εκείνο το είδος των πρόσχαρων ανθρώπων. Τα μάτια του λάμπουν, όπως λένε. Λέει το ίδιο αστείο σε κάθε σταθμάρχη, σε κάθε τηλεγραφητή, σε κάθε αχθοφόρο, σε κάθε υπεύθυνο ασφαλείας, σε όλη τη διαδρομή. Οι οδηγοί επιβατικών τρένων είναι κάθε λογής.
Να, βλέπετε, περνάει η γυναίκα που ο άντρας της πέθανε και μεταφέρεται κάπου για να ταφεί. Κόβουνε αμέσως τα αστεία, το γέλιο τους. Σιωπούν.
Δημιουργείται ένα μικρό μονοπάτι σιωπής από τη γυναίκα με τα μαύρα, την κόρη και τον χοντρό αδερφό. Το μικρό μονοπάτι σιωπής ξεκίνησε μαζί τους, στο σπίτι τους, συνεχίστηκε μαζί τους στους δρόμους προς το σιδηροδρομικό σταθμό, θα τους συνοδεύει στο τρένο και στην πόλη όπου πηγαίνουν. Είναι ασήμαντοι άνθρωποι, όμως έγιναν ξαφνικά σημαντικοί.
Είναι σύμβολα Θανάτου. Ο Θάνατος είναι σημαντικός, κάτι μεγαλειώδες, έτσι δεν είναι;