Σελιδοδείκτης
Αισθανόμουν περηφάνια. Είχα κλέψει το μέλι ενός σπασμού δίχως να προσβάλω την ηθική ενός παιδιού. Κανένα, απολύτως κανένα κακό δεν είχα διαπράξει. Ο θαυματοποιός είχε χύσει γάλα, μελάσα, αφρίζουσα σαμπάνια στο καινούργιο άσπρο τσαντάκι μιας νεαρής γυναίκας, και, ιδού, το τσαντάκι είχε μείνει άθικτο. Με τόσο λεπτεπίλεπτο τρόπο είχα οργανώσει το πρόστυχο, φλογερό, αμαρτωλό μου όνειρο και η Λολίτα παράμεινε ασφαλής - κι εγώ παρέμεινα ανασφαλής. Αυτό που είχα σαν τρελός κάνει δικό μου δεν ήταν η ίδια αλλά ένα δικό μου δημιούργημα, μια άλλη, φαντασιώδης Λολίτα - ίσως πιο αληθινή απ’ τη Λολίτα, την επικάλυπτε, την περικάλυπτε, μετεωριζόταν ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη και δεν είχε βούληση ούτε συνείδηση - στ’ αλήθεια δεν είχε δική της ζωή.